Το τραγούδι αναφέρεται στον Αντώνη Κατσαντώνη (Άγραφα 1775 - 28/9/1809;), γιο Σαρακατσάνων βοσκών, ο οποίος έδρασε ως κλέφτης επί τουρκοκρατίας στα προεπαναστατικά χρόνια.
Για τον Αντώνη Κατσαντώνη και τον σχετικό κύκλο τραγουδιών γράφει ο Αλέξης Πολίτης (Αλέξης Πολίτης, Το Δημοτικό τραγούδι, Τα κλέφτικα, Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 1976, σελ. 61-63):
«Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του Κατσαντώνη μεγαλώνει και απλώνεται, γίνεται πανελλήνια. Όσο ξεχνιούνται σιγά σιγά οι υπόλοιποι κλέφτες και αρματολοί, τόσο συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Κατσαντώνη ο απόηχος από τα δικά τους κατορθώματα. Δεν είναι μονάχα η μεγάλη του δόξα που δημιουργεί αυτή την κεντρόμολη συσσώρευση της διάχυτης φήμης˙ είναι και το κέντρισμα της λαϊκής φαντασίας από την επίσημη παιδεία και —περισσότερο ίσως— από το θέατρο του Καραγκιόζη, στο ρεπερτόριο του οποίου γρήγορα προστέθηκε και ο Κατσαντώνης.
Την αύξηση όμως αυτή της φήμης την παρακολουθεί αναπότρεπτα και ένας εξαγνισμός του ήρωα. Ο Κατσαντώνης παρουσιάζεται πια τίμιος και αγνός —αντίθετα με τους αντίπαλούς του Τούρκους αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγη ποιος ήταν ο Κατσαντώνης˙ ληστής σκληρότατος και εκδικητικός. Ο Μακρυγιάννης που έζησε παιδί στα χρόνια της δράσης του, τον θυμάται στα απομνημονεύματά του με αποτροπιασμό: "Τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν ούτε οι Κατζαντωναίοι οπού 'ταν λησταί" (Απομνημονεύματα, εκδ. β΄, 1, σ. 202).
Με τη μετατροπή όμως αυτή ο πραγματικός Κατσαντώνης έχασε όχι μονάχα τις αληθινές του διαστάσεις παρά και τα δικά του ιδανικά. Ο σκληρός και ατρόμητος κλέφτης, που πρώτη του έγνοια ήταν να επιζήση ο ίδιος, και που αν τον θαύμαζαν οι συγκαιρινοί του, τό 'καναν γιατί τους εντυπωσίαζε η δύναμη με την οποία επέβαλλε το εγώ του σ' όσους τον περιτριγύριζαν, παράλλαξε σύμφωνα με τις επιθυμίες των μεταγενέστερων σ' ένα άψυχο είδωλο, ευγενικό και αλτρουιστικό, που ο μόνος λόγος να υπάρχη ήταν να κολακεύη τους ίδιους τους δημιουργούς του αναδρομικά. Η ψευτισμένη ποιότητα αυτού του ειδώλου φανερώνεται διαυγέστερα στο ομώνυμο λαϊκό δράμα του Καραγκιόζη.
Τα τραγούδια του Κατσαντωναίικου κύκλου αφθονούν σε παλιότερες και νεώτερες συλλογές˙ η ποιότητά τους είναι όμως πολύ χαμηλή. [...] Πρέπει να φανταστούμε πως όλα τα τραγούδια θα τραγουδιόντουσαν στις τοπικές διαλέκτους: Αν η ποιητική γλώσσα έτεινε προς μια κοινή σ' όλη την Ελλάδα, η προφορά διέφερε βέβαια από τόπο σε τόπο».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται ο χαρακτηρισμός "Κλέφτικο".
Το τραγούδι κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία "Panhellenion Phonograph Record Co.", η οποία ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη τον Φεβρουάριο του 1919 από την τραγουδίστρια κα Κούλα (Κυριακούλα Αντωνοπούλου) και τον σύζυγό της, λαουτιέρη Ανδρέα Αντωνόπουλο.
Για περισσότερα σχετικά με την κα Κούλα και τη δισκογραφική εταιρεία Panhellenion βλ. το κείμενο του Steve K. Frangos "Madame Koula (circa 1880-1954)" στο Tina Bucuvalas (επιμ.), Greek music in America, University Press of Mississippi, 2019, το άρθρο του Αντώνη Μποσκοΐτη "Στα ίχνη της Κυρίας Κούλας: H ζωή και το έργο της πρώτης ρεμπέτισσας της Αμερικής", αναρτημένο στον ιστότοπο www.lifo.gr, και το άρθρο του Αριστομένη Καλυβιώτη "Κυρία Κούλα Καψάλη-Αντωνοπούλου: Από την Κωνσταντινούπολη καταγόταν η μεγάλη ελληνίδα τραγουδίστρια" (περ. "Λαϊκό τραγούδι", τεύχ. 25, Μάρτιος-Απρίλιος 2009), αναρτημένο στο ιστολόγιό του https://kaliviotis.wordpress.com/.
Το τραγούδι αναφέρεται στον Αντώνη Κατσαντώνη (Άγραφα 1775 - 28/9/1809;), γιο Σαρακατσάνων βοσκών, ο οποίος έδρασε ως κλέφτης επί τουρκοκρατίας στα προεπαναστατικά χρόνια.
Για τον Αντώνη Κατσαντώνη και τον σχετικό κύκλο τραγουδιών γράφει ο Αλέξης Πολίτης (Αλέξης Πολίτης, Το Δημοτικό τραγούδι, Τα κλέφτικα, Εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 1976, σελ. 61-63):
«Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του Κατσαντώνη μεγαλώνει και απλώνεται, γίνεται πανελλήνια. Όσο ξεχνιούνται σιγά σιγά οι υπόλοιποι κλέφτες και αρματολοί, τόσο συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Κατσαντώνη ο απόηχος από τα δικά τους κατορθώματα. Δεν είναι μονάχα η μεγάλη του δόξα που δημιουργεί αυτή την κεντρόμολη συσσώρευση της διάχυτης φήμης˙ είναι και το κέντρισμα της λαϊκής φαντασίας από την επίσημη παιδεία και —περισσότερο ίσως— από το θέατρο του Καραγκιόζη, στο ρεπερτόριο του οποίου γρήγορα προστέθηκε και ο Κατσαντώνης.
Την αύξηση όμως αυτή της φήμης την παρακολουθεί αναπότρεπτα και ένας εξαγνισμός του ήρωα. Ο Κατσαντώνης παρουσιάζεται πια τίμιος και αγνός —αντίθετα με τους αντίπαλούς του Τούρκους αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγη ποιος ήταν ο Κατσαντώνης˙ ληστής σκληρότατος και εκδικητικός. Ο Μακρυγιάννης που έζησε παιδί στα χρόνια της δράσης του, τον θυμάται στα απομνημονεύματά του με αποτροπιασμό: "Τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν ούτε οι Κατζαντωναίοι οπού 'ταν λησταί" (Απομνημονεύματα, εκδ. β΄, 1, σ. 202).
Με τη μετατροπή όμως αυτή ο πραγματικός Κατσαντώνης έχασε όχι μονάχα τις αληθινές του διαστάσεις παρά και τα δικά του ιδανικά. Ο σκληρός και ατρόμητος κλέφτης, που πρώτη του έγνοια ήταν να επιζήση ο ίδιος, και που αν τον θαύμαζαν οι συγκαιρινοί του, τό 'καναν γιατί τους εντυπωσίαζε η δύναμη με την οποία επέβαλλε το εγώ του σ' όσους τον περιτριγύριζαν, παράλλαξε σύμφωνα με τις επιθυμίες των μεταγενέστερων σ' ένα άψυχο είδωλο, ευγενικό και αλτρουιστικό, που ο μόνος λόγος να υπάρχη ήταν να κολακεύη τους ίδιους τους δημιουργούς του αναδρομικά. Η ψευτισμένη ποιότητα αυτού του ειδώλου φανερώνεται διαυγέστερα στο ομώνυμο λαϊκό δράμα του Καραγκιόζη.
Τα τραγούδια του Κατσαντωναίικου κύκλου αφθονούν σε παλιότερες και νεώτερες συλλογές˙ η ποιότητά τους είναι όμως πολύ χαμηλή. [...] Πρέπει να φανταστούμε πως όλα τα τραγούδια θα τραγουδιόντουσαν στις τοπικές διαλέκτους: Αν η ποιητική γλώσσα έτεινε προς μια κοινή σ' όλη την Ελλάδα, η προφορά διέφερε βέβαια από τόπο σε τόπο».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται ο χαρακτηρισμός "Κλέφτικο".
Το τραγούδι κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία "Panhellenion Phonograph Record Co.", η οποία ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη τον Φεβρουάριο του 1919 από την τραγουδίστρια κα Κούλα (Κυριακούλα Αντωνοπούλου) και τον σύζυγό της, λαουτιέρη Ανδρέα Αντωνόπουλο.
Για περισσότερα σχετικά με την κα Κούλα και τη δισκογραφική εταιρεία Panhellenion βλ. το κείμενο του Steve K. Frangos "Madame Koula (circa 1880-1954)" στο Tina Bucuvalas (επιμ.), Greek music in America, University Press of Mississippi, 2019, το άρθρο του Αντώνη Μποσκοΐτη "Στα ίχνη της Κυρίας Κούλας: H ζωή και το έργο της πρώτης ρεμπέτισσας της Αμερικής", αναρτημένο στον ιστότοπο www.lifo.gr, και το άρθρο του Αριστομένη Καλυβιώτη "Κυρία Κούλα Καψάλη-Αντωνοπούλου: Από την Κωνσταντινούπολη καταγόταν η μεγάλη ελληνίδα τραγουδίστρια" (περ. "Λαϊκό τραγούδι", τεύχ. 25, Μάρτιος-Απρίλιος 2009), αναρτημένο στο ιστολόγιό του https://kaliviotis.wordpress.com/.
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ