Σύμφωνα με τον Νίκο Διονυσόπουλο (2008): «Ο Γιάνναρος του τραγουδιού μας δεν είναι άλλος παρά ο Κοκκαριώτης Γιάννης Παρτσάφας (1874-1971), ο οποίος διατηρούσε χασάπικο στο Κοκκάρι μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Εξαίρετος χορευτής, τον οποίο οι κάπως παλαιότεροι θυμούνται, ηλικιωμένο πια, να χορεύει απτάλικο ζεϊμπέκικο με το μαχαίρι στο στόμα. Ο Γ. Παρτσάφας μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, έχοντας ήδη ένα γιο, ξαναπαντρεύεται μια χήρα με τέσσερα παιδιά, με την οποία απέκτησε ακόμη άλλα δύο. Ένα από τα τέσσερα θετά παιδιά του είναι το «Κατινάκι», αδυναμία του Γιάνναρου, άλλα και γιαβουκλού του συγχωριανού του Χαρίλαου Περρή. Ο Περρής τής κάνει καντάδες με το σαντούρι του, αλλά ο Γιάνναρος αντιδρώντας, τον παίρνει στο κατόπι με μια «κουσαντιανή μαχαίρα».
Όσον αφορά τον Χαρίλαο Περρή, μεταφέρουμε πάλι από την ίδια πηγή: «Ο Χαρίλαος Περρής γεννήθηκε στις 12/1/1884 στο Κοκκάρι της Σάμου. Φεύγει το 1911 για την Αμερική, ως επαγγελματίας μουσικός –έπαιζε σαντούρι και τραγουδούσε– όπου και πέθανε χωρίς να επιστρέψει ποτέ στη Σάμο. Στην Αμερική θα φτιάξει αυτό το αυτοβιογραφικό τραγούδι, και θα το ηχογραφήσει μαζί με το "Νυφιάτικο".
Στον "Γιάνναρο" και στο "Νυφιάτικο", όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, χρησιμοποιείται η ίδια οργανική εισαγωγή, συνδηλώνοντας ίσως το ανεκπλήρωτο μιας ατελέσφορης σχέσης. Πρόκειται για μουσικό θέμα από τον Σαμιώτικο συρτό, όπου με την αλλαγή από τετράσημο σε εννεάσημο μετατρέπεται από συρτό σε ζεϊμπέκικο, χορός που ταιριάζει περισσότερο στο νοηματικό θέμα που διαπραγματεύεται το τραγούδι. Ο "Γιάνναρος", γνωστός από τις επανεκδόσεις των δίσκων 78 στροφών, έχει ενταχθεί στα ρεμπέτικα της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα, αφού μέχρι τώρα δεν είχαν ταυτιστεί πρόσωπα, πράγματα και μουσικό θέμα».
Σύμφωνα με τον Νίκο Διονυσόπουλο (2008): «Ο Γιάνναρος του τραγουδιού μας δεν είναι άλλος παρά ο Κοκκαριώτης Γιάννης Παρτσάφας (1874-1971), ο οποίος διατηρούσε χασάπικο στο Κοκκάρι μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Εξαίρετος χορευτής, τον οποίο οι κάπως παλαιότεροι θυμούνται, ηλικιωμένο πια, να χορεύει απτάλικο ζεϊμπέκικο με το μαχαίρι στο στόμα. Ο Γ. Παρτσάφας μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, έχοντας ήδη ένα γιο, ξαναπαντρεύεται μια χήρα με τέσσερα παιδιά, με την οποία απέκτησε ακόμη άλλα δύο. Ένα από τα τέσσερα θετά παιδιά του είναι το «Κατινάκι», αδυναμία του Γιάνναρου, άλλα και γιαβουκλού του συγχωριανού του Χαρίλαου Περρή. Ο Περρής τής κάνει καντάδες με το σαντούρι του, αλλά ο Γιάνναρος αντιδρώντας, τον παίρνει στο κατόπι με μια «κουσαντιανή μαχαίρα».
Όσον αφορά τον Χαρίλαο Περρή, μεταφέρουμε πάλι από την ίδια πηγή: «Ο Χαρίλαος Περρής γεννήθηκε στις 12/1/1884 στο Κοκκάρι της Σάμου. Φεύγει το 1911 για την Αμερική, ως επαγγελματίας μουσικός –έπαιζε σαντούρι και τραγουδούσε– όπου και πέθανε χωρίς να επιστρέψει ποτέ στη Σάμο. Στην Αμερική θα φτιάξει αυτό το αυτοβιογραφικό τραγούδι, και θα το ηχογραφήσει μαζί με το "Νυφιάτικο".
Στον "Γιάνναρο" και στο "Νυφιάτικο", όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, χρησιμοποιείται η ίδια οργανική εισαγωγή, συνδηλώνοντας ίσως το ανεκπλήρωτο μιας ατελέσφορης σχέσης. Πρόκειται για μουσικό θέμα από τον Σαμιώτικο συρτό, όπου με την αλλαγή από τετράσημο σε εννεάσημο μετατρέπεται από συρτό σε ζεϊμπέκικο, χορός που ταιριάζει περισσότερο στο νοηματικό θέμα που διαπραγματεύεται το τραγούδι. Ο "Γιάνναρος", γνωστός από τις επανεκδόσεις των δίσκων 78 στροφών, έχει ενταχθεί στα ρεμπέτικα της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα, αφού μέχρι τώρα δεν είχαν ταυτιστεί πρόσωπα, πράγματα και μουσικό θέμα».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ