Αναφέρει για το τραγούδι ο Γιώργος Γκέκας στην πτυχιακή εργασία του "Το μουσικό πορτραίτο του Παναγιώτη Τούντα" (ΤΕΙ Ηπείρου, Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, Ναύπακτος, Ιούνιος 2018, σελ. 108): «Σημαντικό είναι να αναφερθούμε στο κομμάτι Αν σ’ αγαπώ τι φταίω εγώ που εμφανίζεται και ως Αν σ’ αγαπώ δεν φταίω εγώ, που έχει έντονες διαφορές παρόλο που οι στίχοι είναι οι ίδιοι. Τα δύο κομμάτια έχουν διαφορετική εισαγωγή καθώς επίσης αν και είναι σε ρυθμό 7/8, το πρώτο είναι αρκετά ρευστό και απλωμένο ρυθμικά με οπερετίστικη διάθεση στην φωνητική ερμηνεία ενώ το δεύτερο είναι πιο staccato σε ρυθμό και θα μπορούσαμε πιο εύκολα να το κατατάξουμε ως καλαματιανό, σε αντίθεση με το πρώτο που ενώ είναι σε 7/8 (3+2+2) έχει μία αλαφράγκα διάθεση. Διαφορετικό επίσης είναι το οργανολόγιο μεταξύ τους και η φόρμα. [...]
Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι ο Τούντας σε πολλές περιπτώσεις διαχειριζόταν τα έργα του με διακειμενική ματιά, ρευστότητα και με διάθεση αναδημιουργίας. Όπως περιγράφει και ο Ορδουλίδης για τα λαϊκά ιδιώματα: "Ο πυρήνας του λαϊκού χαρακτηρίζεται ακριβώς από “ανοιχτό” της φόρμας έκφρασης […] δεν μπαίνει ποτέ τελεία στο έργο. Στα λαϊκά ιδιώματα μία εκτέλεση αποτελεί και μία νέα δημιουργία"».
Αναφέρει για το τραγούδι ο Γιώργος Γκέκας στην πτυχιακή εργασία του "Το μουσικό πορτραίτο του Παναγιώτη Τούντα" (ΤΕΙ Ηπείρου, Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, Ναύπακτος, Ιούνιος 2018, σελ. 108): «Σημαντικό είναι να αναφερθούμε στο κομμάτι Αν σ’ αγαπώ τι φταίω εγώ που εμφανίζεται και ως Αν σ’ αγαπώ δεν φταίω εγώ, που έχει έντονες διαφορές παρόλο που οι στίχοι είναι οι ίδιοι. Τα δύο κομμάτια έχουν διαφορετική εισαγωγή καθώς επίσης αν και είναι σε ρυθμό 7/8, το πρώτο είναι αρκετά ρευστό και απλωμένο ρυθμικά με οπερετίστικη διάθεση στην φωνητική ερμηνεία ενώ το δεύτερο είναι πιο staccato σε ρυθμό και θα μπορούσαμε πιο εύκολα να το κατατάξουμε ως καλαματιανό, σε αντίθεση με το πρώτο που ενώ είναι σε 7/8 (3+2+2) έχει μία αλαφράγκα διάθεση. Διαφορετικό επίσης είναι το οργανολόγιο μεταξύ τους και η φόρμα. [...]
Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι ο Τούντας σε πολλές περιπτώσεις διαχειριζόταν τα έργα του με διακειμενική ματιά, ρευστότητα και με διάθεση αναδημιουργίας. Όπως περιγράφει και ο Ορδουλίδης για τα λαϊκά ιδιώματα: "Ο πυρήνας του λαϊκού χαρακτηρίζεται ακριβώς από “ανοιχτό” της φόρμας έκφρασης […] δεν μπαίνει ποτέ τελεία στο έργο. Στα λαϊκά ιδιώματα μία εκτέλεση αποτελεί και μία νέα δημιουργία"».
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ