Το τραγούδι παραπέμπει σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στη Λαμία κατά την ταραγμένη και ιδιαίτερα ασταθή πολιτικά περίοδο της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η οποία σφραγίστηκε από καταιγιστικές εξελίξεις που οδήγησαν στην κορύφωση του "Εθνικού Διχασμού". Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν (βλ. Κώστας Δ. Γαλλής, "Τα Λαμιακά του 1918. Ένα αντιπειθαρχικό κίνημα της φρουράς Λαμίας και οι συνέπειές του", εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας που διοργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο Σταυρού Δήμου Λαμιέων και η ΤΕΔΚ Ν. Φθιώτιδας, Λαμία 4, 5 και 6 Νοεμβρίου 2005) που εξέδωσε η κυβέρνηση Βενιζέλου (21/1/1918), η οποία μετά την επίσημη κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Δυνάμεις είχε διατάξει γενική επιστράτευση: "Την 9 ½ νυκτερινήν ώραν της προχθές Παρασκευής [19/1/1918] μέγα μέρος των ανδρών του Πεζικού Συντάγματος Λαμίας και 68 άνδρες εκ της Μοίρας του Πυροβολικού λαβόντες τα όπλα και διαρπάσαντες φυσίγγια εκ των αποθηκών διεσπάρησαν ανά την πόλιν πυροβολούντες και εκφέροντες στασιαστικάς κραυγάς. Συνεπεία των ληφθέντων επιτοπίως μέτρων η τάξις αποκατεστάθη εντελώς μεγάλου μέρους των στασιαστών επανελθόντων εις τους στρατώνας και καταθεσάντων τα όπλα πριν ή καταφθάση η στρατιωτική δύναμις, ήτις απεστάλη εξ Αθηνών και Λαρίσης και ήτις καταφθάσασα εις Λαμίαν περί την 4ην μ.μ. της χθες, ετέθη αμέσως εις καταδίωξιν των υπολοίπων στασιαστών ανά τα περίχωρα όπου είχον καταφύγει και όπου ήρχισεν η σύλληψίς των. [...] η Κυβέρνησις απεφάσισε [...] την λήψιν όλων εκείνων των μέτρων, όσα ενδεικνύουν αι περιστάσεις προς ματαίωσιν και εν ανάγκη κατάπνιξιν όλων εκείνων των ενεργειών, αίτινες καταβάλλονται δια να παρεμβληθούν προσκόμματα εις την αρξαμένην επιστράτευσιν και παραδοθή η Ελλάς δεσμία μέχρι τέλους εις τους εχθρούς αυτής".
O λοχαγός Μπουλαλάς Κλεάνθης γράφει για το κίνημα της Λαμίας και την περιρρέουσα κατάσταση που συνέτεινε στο θέριεμα και την έκρηξη αυτού (βλ. Αθανάσιος Γ. Καραπέτσας "Ο διχασμός του ’18, Τα Λαμιακά και τα Θηβαϊκά", Εκδόσεις Μπατσιούλας, Αθήνα 2015): «Κανείς δεν αμφέβαλε ότι το Σύνταγμα ήταν ικανό να κάνει θαύματα στον πόλεμο. Αλλά τη θέληση και τον πατριωτικόν ενθουσιασμό των ανδρών αυτών εμάραινε η πνιγηρά ατμόσφαιρα, που είχε δημιουργηθή με την τυραννική πίεση μερικών ατόμων τού τότε καθεστώτος και με την αψυχολόγητο συμπεριφορά μερικών βαθμούχων, που δεν άφηναν να παρέλθη ευκαιρία χωρίς να εκδηλώσουν τις εχθρικές διαθέσεις τους και την ανήκουστο συμπεριφορά τους προς τους πολεμιστάς της χθες και τους αγωνιστάς της αύριον. Η ανιαρά και απελπιστική αυτή κατάστασις, που είχε δημιουργηθή κατέληξε στο κίνημα της 19ης Ιανουαρίου 1918».
Και συνεχίζει ο λοχαγός περιγράφοντας παραστατικά το ξέσπασμα των στρατιωτών. «Μια αυθόρμητος και πρόχειρος ευθυμία μερικών ζωηρών στρατιωτών, έξω από τους στρατώνας της Λαμίας κατέληξε στο γνωστό... απηγορευμένο άσμα [πρόκειται για το φιλοβασιλικό τραγούδι "Του αητού ο γιος" σύμφωνα με τον Κώστα Δ. Γαλλή], στο εθνικόν εκείνο εγερτήριο, που σάλευε κάθε ελληνική καρδιά και προξενούσε ρίγη συγκινήσεως, όταν καμμιά φορά σιγά-σιγά και απαλά σε καμμιά γωνιά επροφέρονταν οι στίχοι του από κείνους που νοσταλγούσαν την πραγματική Ελλάδα: την ελεύθερη κι όχι την τυραννοκρατούμενη».
Παραθέτει και το περιστατικό που ώθησε στην εξέγερση: «Το τραγούδι κείνο ξύπνησε σ’ όλων τα στήθη τις παλαιές ένδοξες αναμνήσεις κι όλοι, όσοι μέσα στους στρατώνας ανεπαύοντο, πετάχτηκαν κι απετέλεσαν ογκώδη διαδήλωση. Μια έντονος και τρομερή διαμαρτυρία εκδηλούται με φωνές και πυροβολισμούς. Καμία κακοποίηση, καμία βία, καμία πράξη εκδικήσεως. Ούτε μια σταγόνα αίματος δε χύθηκε, ούτε ένα τζάμι βενιζελικού δεν χάλασε. Η μέθη κείνη του ενθουσιασμού, η φρενίτις που δοκίμασεν η ψυχή του φαντάρου τη βραδιά εκείνη, που θέλησε να εξωτερικεύση τα αισθήματα, που κατέκλυζαν την ψυχή του, ξέσπασε στην τρομερή απόφαση της στάσεως χωρίς καμιά εξωτερική και ανωτέρα υποκίνηση αλλά μόνον με την παρόρμηση της ψυχής που τότε είχε βαρυγκομήσει και ζητούσε να ξεθυμάνη. Αυτό ήταν το κίνημα της Λαμίας». Το έκτακτο στρατοδικείο που συστήθηκε προκειμένου να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι επέβαλλε την ποινή του θανάτου σε εφτά από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι και εκτελέστηκαν.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "του τραπεζιού".
Το τραγούδι παραπέμπει σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στη Λαμία κατά την ταραγμένη και ιδιαίτερα ασταθή πολιτικά περίοδο της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η οποία σφραγίστηκε από καταιγιστικές εξελίξεις που οδήγησαν στην κορύφωση του "Εθνικού Διχασμού". Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν (βλ. Κώστας Δ. Γαλλής, "Τα Λαμιακά του 1918. Ένα αντιπειθαρχικό κίνημα της φρουράς Λαμίας και οι συνέπειές του", εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας που διοργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο Σταυρού Δήμου Λαμιέων και η ΤΕΔΚ Ν. Φθιώτιδας, Λαμία 4, 5 και 6 Νοεμβρίου 2005) που εξέδωσε η κυβέρνηση Βενιζέλου (21/1/1918), η οποία μετά την επίσημη κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Δυνάμεις είχε διατάξει γενική επιστράτευση: "Την 9 ½ νυκτερινήν ώραν της προχθές Παρασκευής [19/1/1918] μέγα μέρος των ανδρών του Πεζικού Συντάγματος Λαμίας και 68 άνδρες εκ της Μοίρας του Πυροβολικού λαβόντες τα όπλα και διαρπάσαντες φυσίγγια εκ των αποθηκών διεσπάρησαν ανά την πόλιν πυροβολούντες και εκφέροντες στασιαστικάς κραυγάς. Συνεπεία των ληφθέντων επιτοπίως μέτρων η τάξις αποκατεστάθη εντελώς μεγάλου μέρους των στασιαστών επανελθόντων εις τους στρατώνας και καταθεσάντων τα όπλα πριν ή καταφθάση η στρατιωτική δύναμις, ήτις απεστάλη εξ Αθηνών και Λαρίσης και ήτις καταφθάσασα εις Λαμίαν περί την 4ην μ.μ. της χθες, ετέθη αμέσως εις καταδίωξιν των υπολοίπων στασιαστών ανά τα περίχωρα όπου είχον καταφύγει και όπου ήρχισεν η σύλληψίς των. [...] η Κυβέρνησις απεφάσισε [...] την λήψιν όλων εκείνων των μέτρων, όσα ενδεικνύουν αι περιστάσεις προς ματαίωσιν και εν ανάγκη κατάπνιξιν όλων εκείνων των ενεργειών, αίτινες καταβάλλονται δια να παρεμβληθούν προσκόμματα εις την αρξαμένην επιστράτευσιν και παραδοθή η Ελλάς δεσμία μέχρι τέλους εις τους εχθρούς αυτής".
O λοχαγός Μπουλαλάς Κλεάνθης γράφει για το κίνημα της Λαμίας και την περιρρέουσα κατάσταση που συνέτεινε στο θέριεμα και την έκρηξη αυτού (βλ. Αθανάσιος Γ. Καραπέτσας "Ο διχασμός του ’18, Τα Λαμιακά και τα Θηβαϊκά", Εκδόσεις Μπατσιούλας, Αθήνα 2015): «Κανείς δεν αμφέβαλε ότι το Σύνταγμα ήταν ικανό να κάνει θαύματα στον πόλεμο. Αλλά τη θέληση και τον πατριωτικόν ενθουσιασμό των ανδρών αυτών εμάραινε η πνιγηρά ατμόσφαιρα, που είχε δημιουργηθή με την τυραννική πίεση μερικών ατόμων τού τότε καθεστώτος και με την αψυχολόγητο συμπεριφορά μερικών βαθμούχων, που δεν άφηναν να παρέλθη ευκαιρία χωρίς να εκδηλώσουν τις εχθρικές διαθέσεις τους και την ανήκουστο συμπεριφορά τους προς τους πολεμιστάς της χθες και τους αγωνιστάς της αύριον. Η ανιαρά και απελπιστική αυτή κατάστασις, που είχε δημιουργηθή κατέληξε στο κίνημα της 19ης Ιανουαρίου 1918».
Και συνεχίζει ο λοχαγός περιγράφοντας παραστατικά το ξέσπασμα των στρατιωτών. «Μια αυθόρμητος και πρόχειρος ευθυμία μερικών ζωηρών στρατιωτών, έξω από τους στρατώνας της Λαμίας κατέληξε στο γνωστό... απηγορευμένο άσμα [πρόκειται για το φιλοβασιλικό τραγούδι "Του αητού ο γιος" σύμφωνα με τον Κώστα Δ. Γαλλή], στο εθνικόν εκείνο εγερτήριο, που σάλευε κάθε ελληνική καρδιά και προξενούσε ρίγη συγκινήσεως, όταν καμμιά φορά σιγά-σιγά και απαλά σε καμμιά γωνιά επροφέρονταν οι στίχοι του από κείνους που νοσταλγούσαν την πραγματική Ελλάδα: την ελεύθερη κι όχι την τυραννοκρατούμενη».
Παραθέτει και το περιστατικό που ώθησε στην εξέγερση: «Το τραγούδι κείνο ξύπνησε σ’ όλων τα στήθη τις παλαιές ένδοξες αναμνήσεις κι όλοι, όσοι μέσα στους στρατώνας ανεπαύοντο, πετάχτηκαν κι απετέλεσαν ογκώδη διαδήλωση. Μια έντονος και τρομερή διαμαρτυρία εκδηλούται με φωνές και πυροβολισμούς. Καμία κακοποίηση, καμία βία, καμία πράξη εκδικήσεως. Ούτε μια σταγόνα αίματος δε χύθηκε, ούτε ένα τζάμι βενιζελικού δεν χάλασε. Η μέθη κείνη του ενθουσιασμού, η φρενίτις που δοκίμασεν η ψυχή του φαντάρου τη βραδιά εκείνη, που θέλησε να εξωτερικεύση τα αισθήματα, που κατέκλυζαν την ψυχή του, ξέσπασε στην τρομερή απόφαση της στάσεως χωρίς καμιά εξωτερική και ανωτέρα υποκίνηση αλλά μόνον με την παρόρμηση της ψυχής που τότε είχε βαρυγκομήσει και ζητούσε να ξεθυμάνη. Αυτό ήταν το κίνημα της Λαμίας». Το έκτακτο στρατοδικείο που συστήθηκε προκειμένου να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι επέβαλλε την ποινή του θανάτου σε εφτά από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι και εκτελέστηκαν.
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "του τραπεζιού".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ