Για το ρόλο του βιολιού και τη σχέση του με τη λύρα στη μουσική παράδοση της ανατολικής Κρήτης γράφει ο Νίκος Διονυσόπουλος (μουσική έκδοση "Της Κρήτης η ανατολή", Δήμος Σητείας - Κέντρο ερευνών και μελετών κρητικού πολιτισμού του Δήμου Σητείας, έρευνα-επιμέλεια: Νίκος Διονυσόπουλος, Σητεία 2015):
«Στο επίπεδο των χρησιμοποιούμενων οργάνων ηγεμονική παρουσία είχε (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αι.) το βιολί, με πληθώρα αξιομνημόνευτων βιολατόρων, γεγονός στο οποίο συνέτεινε η καταλυτική παρουσία και δράση του βιολάτορα Στρατή Καλογερίδη και βεβαίως της δισκογραφίας του. Στις μέρες μας παρατηρείται μια δραματική υποχώρηση της παρουσίας του βιολιού στην ευρύτερη περιοχή. Οι ελάχιστοι πλέον μάχιμοι βιολάτορες της Ανατολικής Κρήτης έχουν περιορισμένο δίκτυο δράσης και σχετικά μικρή γεωγραφική διασπορά στην επαγγελματική τους δραστηριότητα, ενώ ένα μέρος της μουσικής τους παρουσίας εξαντλείται σε εκδηλώσεις και "αναπαραστάσεις" πολιτιστικών συλλόγων της στειακής μουσικής.
Ωστόσο το βιολί με τις υφολογικές ιδιαιτερότητες και συνάμα τις δεξιοτεχνικές δυνατότητές του, ενταγμένο στην τοπική παράδοση, ωριμάζει υφολογικά ως "στειακό" βιολί. Αυτή η διαδικασία ωρίμανσης φαίνεται πως συντελέστηκε σε αλληλεπίδραση με την επεξεργασία και τη διαμόρφωση των διαφόρων στειακών κοντυλιών έτσι όπως καταγράφηκαν στη δισκογραφία ή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας από την προφορική παράδοση. Ως εκ τούτου, για αρκετούς απαιτητικούς ακροατές και λάτρεις της παλαιότερης παράδοσης, το βιολί "συνάδει" περισσότερο από άλλα μελωδικά όργανα με το "ύφος" της στειακής μουσικής, κάτι εντελώς κατανοητό.
Εδώ όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι προγενέστεροι ή και σύγχρονοι του Καλογερίδη λ.χ. Φοραδάρης, Τερζής, Καλοχωριανός, Λευκάρης κ.ά.), οι οποίοι γεφύρωσαν μουσικά την παλαιότερη παράδοση με τον 20ό αι. και στην ουσία διαμόρφωσαν το μελωδικό υλικό που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, έπαιζαν αποκλειστικά την παλαιού τύπου αχλαδόσχημη λύρα με γερακοκούδουνα. Άλλοι, εξίσου σημαντικοί πρωτομάστορες που έδρασαν τον 20ό αι. και έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη μουσική της Ανατολικής Κρήτης (όπως π.χ. οι Γιάννης Σολιδάκης ή Κιρλίμπας, Γιάννης Δερμιτζάκης, Μανώλης Περράκης ή Χαρκιάς, Νίκος Ρεμπελάκης κ.ά.) έπαιζαν και λύρα και βιολί. Φυσικά, δεν φαντάζομαι ότι κάποιος θα μπει στην λογική να ελέγξει εάν και κατά πόσον οι παραπάνω αναφερθέντες μουσικοί ήταν ή όχι εντός του μουσικού ιδιώματος της Ανατολικής Κρήτης. Όσον αφορά στον πιθανό προβληματισμό κατά πόσον οι αναφερθέντες μουσικοί ήταν ή όχι εντός του μουσικού ιδιώματος της Ανατολικής Κρήτης, κατά την γνώμη μου, όσο και ιδεολογικό αλλά και μουσικό/υφολογικό φορτίο αν κουβαλούν αυτά καθεαυτά τα μουσικά όργανα, το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται περισσότερο από τον τρόπο χρήσης του οργάνου και όχι μόνον από το είδος ή τη μορφή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατόν να εξομοιωθούν πλήρως.
Πλήθος φωτογραφικού τεκμηριωτικού υλικού μας δείχνει την συνύπαρξη στο ίδιο γλέντι και των δύο οργάνων, (ενίοτε ο ίδιος οργανοπαίκτης εναλλάσσει τα δύο όργανα) και μάλιστα σε εποχές όπου το μουσικό αισθητήριο και ο "κοινωνικός έλεγχος" σε θέματα ύφους ήταν μάλλον αυστηρότερος απ’ ό,τι στις μέρες μας. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το βιολί λειτούργησε ως "ιδανικό" ηχητικό ή και οργανολογικό πρότυπο για τις λύρες. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει την κατασκευή και χρήση της βιολόλυρας (κυρίως στο Ν. Ηρακλείου), όπως επίσης το συχνά ψηλότερο κούρντισμα στις παλαιού τύπου λύρες, με ζητούμενο να ακουστούν σαν βιολιά».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Χορός Κρητικός".
Για το ρόλο του βιολιού και τη σχέση του με τη λύρα στη μουσική παράδοση της ανατολικής Κρήτης γράφει ο Νίκος Διονυσόπουλος (μουσική έκδοση "Της Κρήτης η ανατολή", Δήμος Σητείας - Κέντρο ερευνών και μελετών κρητικού πολιτισμού του Δήμου Σητείας, έρευνα-επιμέλεια: Νίκος Διονυσόπουλος, Σητεία 2015):
«Στο επίπεδο των χρησιμοποιούμενων οργάνων ηγεμονική παρουσία είχε (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αι.) το βιολί, με πληθώρα αξιομνημόνευτων βιολατόρων, γεγονός στο οποίο συνέτεινε η καταλυτική παρουσία και δράση του βιολάτορα Στρατή Καλογερίδη και βεβαίως της δισκογραφίας του. Στις μέρες μας παρατηρείται μια δραματική υποχώρηση της παρουσίας του βιολιού στην ευρύτερη περιοχή. Οι ελάχιστοι πλέον μάχιμοι βιολάτορες της Ανατολικής Κρήτης έχουν περιορισμένο δίκτυο δράσης και σχετικά μικρή γεωγραφική διασπορά στην επαγγελματική τους δραστηριότητα, ενώ ένα μέρος της μουσικής τους παρουσίας εξαντλείται σε εκδηλώσεις και "αναπαραστάσεις" πολιτιστικών συλλόγων της στειακής μουσικής.
Ωστόσο το βιολί με τις υφολογικές ιδιαιτερότητες και συνάμα τις δεξιοτεχνικές δυνατότητές του, ενταγμένο στην τοπική παράδοση, ωριμάζει υφολογικά ως "στειακό" βιολί. Αυτή η διαδικασία ωρίμανσης φαίνεται πως συντελέστηκε σε αλληλεπίδραση με την επεξεργασία και τη διαμόρφωση των διαφόρων στειακών κοντυλιών έτσι όπως καταγράφηκαν στη δισκογραφία ή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας από την προφορική παράδοση. Ως εκ τούτου, για αρκετούς απαιτητικούς ακροατές και λάτρεις της παλαιότερης παράδοσης, το βιολί "συνάδει" περισσότερο από άλλα μελωδικά όργανα με το "ύφος" της στειακής μουσικής, κάτι εντελώς κατανοητό.
Εδώ όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι προγενέστεροι ή και σύγχρονοι του Καλογερίδη λ.χ. Φοραδάρης, Τερζής, Καλοχωριανός, Λευκάρης κ.ά.), οι οποίοι γεφύρωσαν μουσικά την παλαιότερη παράδοση με τον 20ό αι. και στην ουσία διαμόρφωσαν το μελωδικό υλικό που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, έπαιζαν αποκλειστικά την παλαιού τύπου αχλαδόσχημη λύρα με γερακοκούδουνα. Άλλοι, εξίσου σημαντικοί πρωτομάστορες που έδρασαν τον 20ό αι. και έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη μουσική της Ανατολικής Κρήτης (όπως π.χ. οι Γιάννης Σολιδάκης ή Κιρλίμπας, Γιάννης Δερμιτζάκης, Μανώλης Περράκης ή Χαρκιάς, Νίκος Ρεμπελάκης κ.ά.) έπαιζαν και λύρα και βιολί. Φυσικά, δεν φαντάζομαι ότι κάποιος θα μπει στην λογική να ελέγξει εάν και κατά πόσον οι παραπάνω αναφερθέντες μουσικοί ήταν ή όχι εντός του μουσικού ιδιώματος της Ανατολικής Κρήτης. Όσον αφορά στον πιθανό προβληματισμό κατά πόσον οι αναφερθέντες μουσικοί ήταν ή όχι εντός του μουσικού ιδιώματος της Ανατολικής Κρήτης, κατά την γνώμη μου, όσο και ιδεολογικό αλλά και μουσικό/υφολογικό φορτίο αν κουβαλούν αυτά καθεαυτά τα μουσικά όργανα, το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται περισσότερο από τον τρόπο χρήσης του οργάνου και όχι μόνον από το είδος ή τη μορφή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατόν να εξομοιωθούν πλήρως.
Πλήθος φωτογραφικού τεκμηριωτικού υλικού μας δείχνει την συνύπαρξη στο ίδιο γλέντι και των δύο οργάνων, (ενίοτε ο ίδιος οργανοπαίκτης εναλλάσσει τα δύο όργανα) και μάλιστα σε εποχές όπου το μουσικό αισθητήριο και ο "κοινωνικός έλεγχος" σε θέματα ύφους ήταν μάλλον αυστηρότερος απ’ ό,τι στις μέρες μας. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το βιολί λειτούργησε ως "ιδανικό" ηχητικό ή και οργανολογικό πρότυπο για τις λύρες. Το γεγονός αυτό ερμηνεύει την κατασκευή και χρήση της βιολόλυρας (κυρίως στο Ν. Ηρακλείου), όπως επίσης το συχνά ψηλότερο κούρντισμα στις παλαιού τύπου λύρες, με ζητούμενο να ακουστούν σαν βιολιά».
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Χορός Κρητικός".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ