Πολλοί συνθέτες του ρεμπέτικου έχουν γράψει τραγούδια σχετικά με τη φυματίωση, η οποία κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε κοινωνική μάστιγα. Για τους παράγοντες που επηρέασαν την εξάπλωση της νόσου επισημαίνει η Βασιλική Θεοδώρου (Υποσιτισμός και φυματίωση στο Μεσοπόλεμο, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού-περ. Μνήμων, τ. 30, Αθήνα 2009): "Αν την δεκαετία του 1910 αρκετοί είχαν την τάση να υπογραμμίζουν την αμάθεια ως παράγοντα εξάπλωσης της αρρώστιας, το 1930 είχαν αρχίσει να εστιάζουν στις επιπτώσεις που είχαν στην υγεία των ατόμων η άνοδος του τιμαρίθμου, οι ανθυγιεινές κατοικίες και η χαμηλή κατανάλωση ζωικών λευκωμάτων. Η αύξηση του αριθμού των θυμάτων και η αδυναμία του κράτους να περιθάλψει τους ασθενείς, είχαν τροφοδοτήσει τη συζήτηση για την ανεύρεση λύσεων. Ο Ν. Οικονομόπουλος, διευθυντής του Σανατορίου Σωτηρία τη δεκαετία του 1920, θεωρούσε την ανύψωση της «οικονομικής στάθμης του λαού» και την αύξηση των κονδυλίων, ώστε να ανταποκριθεί το κράτος στις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας και κοινωνικής υγιεινής, απαραίτητες προϋποθέσεις για την έναρξη του αντιφυματικού αγώνα από το κράτος. Για τον Οικονομόπουλο, οι κοινωνικές ανισότητες βρίσκονταν στη βάση του προβλήματος, γι αυτό η σχέση οικονομικής και υγιεινολογικής πολιτικής ήταν στενή. Όπως επίσης αναφέρει ο Λαμπαδάριος, σε έκθεσή του προς το υπουργείο παιδείας το 1931, σχετικά με τον αγώνα για την πρόληψη της φυματίωσης: «πάσα προσπάθεια επί του πεδίου τούτου θα αποτύχει αν αγνοήσωμεν ωρισμένους κοινωνιολογικούς όρους, οι οποίοι δύνανται να εξουδετερώσουν όλα τα μέτρα κατά της φυματιώσεως, και τοιούτοι είνε, η ύψωσις του τιμαρίθμου, η οποία δυσχεραίνει την απόκτησιν καλής και εφθηνής τροφής, η έλλειψις εφθηνής λαϊκής κατοικίας, η ανεργία και η έλλειψις κοινωνικών ασφαλίσεων». Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ "Η φυματίωση παραμένει μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, αποτελώντας μία από τις συχνότερες λοιμώξεις στον κόσμο και το συχνότερο λοιμώδες αίτιο θανάτου".
Πολλοί συνθέτες του ρεμπέτικου έχουν γράψει τραγούδια σχετικά με τη φυματίωση, η οποία κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε κοινωνική μάστιγα. Για τους παράγοντες που επηρέασαν την εξάπλωση της νόσου επισημαίνει η Βασιλική Θεοδώρου (Υποσιτισμός και φυματίωση στο Μεσοπόλεμο, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού-περ. Μνήμων, τ. 30, Αθήνα 2009): "Αν την δεκαετία του 1910 αρκετοί είχαν την τάση να υπογραμμίζουν την αμάθεια ως παράγοντα εξάπλωσης της αρρώστιας, το 1930 είχαν αρχίσει να εστιάζουν στις επιπτώσεις που είχαν στην υγεία των ατόμων η άνοδος του τιμαρίθμου, οι ανθυγιεινές κατοικίες και η χαμηλή κατανάλωση ζωικών λευκωμάτων. Η αύξηση του αριθμού των θυμάτων και η αδυναμία του κράτους να περιθάλψει τους ασθενείς, είχαν τροφοδοτήσει τη συζήτηση για την ανεύρεση λύσεων. Ο Ν. Οικονομόπουλος, διευθυντής του Σανατορίου Σωτηρία τη δεκαετία του 1920, θεωρούσε την ανύψωση της «οικονομικής στάθμης του λαού» και την αύξηση των κονδυλίων, ώστε να ανταποκριθεί το κράτος στις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας και κοινωνικής υγιεινής, απαραίτητες προϋποθέσεις για την έναρξη του αντιφυματικού αγώνα από το κράτος. Για τον Οικονομόπουλο, οι κοινωνικές ανισότητες βρίσκονταν στη βάση του προβλήματος, γι αυτό η σχέση οικονομικής και υγιεινολογικής πολιτικής ήταν στενή. Όπως επίσης αναφέρει ο Λαμπαδάριος, σε έκθεσή του προς το υπουργείο παιδείας το 1931, σχετικά με τον αγώνα για την πρόληψη της φυματίωσης: «πάσα προσπάθεια επί του πεδίου τούτου θα αποτύχει αν αγνοήσωμεν ωρισμένους κοινωνιολογικούς όρους, οι οποίοι δύνανται να εξουδετερώσουν όλα τα μέτρα κατά της φυματιώσεως, και τοιούτοι είνε, η ύψωσις του τιμαρίθμου, η οποία δυσχεραίνει την απόκτησιν καλής και εφθηνής τροφής, η έλλειψις εφθηνής λαϊκής κατοικίας, η ανεργία και η έλλειψις κοινωνικών ασφαλίσεων». Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ "Η φυματίωση παραμένει μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, αποτελώντας μία από τις συχνότερες λοιμώξεις στον κόσμο και το συχνότερο λοιμώδες αίτιο θανάτου".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ