Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων.
Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Το εν λόγω τραγούδι αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Oh, Donna Clara". Το κομμάτι συνέθεσε αρχικά ως ορχηστρικό με τον τίτλο "Tango Milonga" ο Πολωνός συνθέτης Jerzy Petersburski για τις ανάγκες της επιθεώρησης "Warszawa w kwiatach", που παρουσιάστηκε στις 7 Μαΐου 1929 στο θέατρο "Morskie Oko" της Βαρσοβίας.
Στην ορχηστρική του εκδοχή ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Βαρσοβία από την ορχήστρα του Henryk Gold (Syrena Electro-20235 – 6360). Σχεδόν ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από τους αριθμούς μήτρας των δίσκων, ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά ως τραγούδι, με πολωνικούς στίχους του Andrzej Włast, από την Stanisława Nowicka, η οποία το τραγούδησε και στην επιθεώρηση, και την ορχήστρα του Henryk Gold (Syrena-Electro, Βαρσοβία 1929, 20236 – 6359). Για άλλες εκτελέσεις στην πολωνική δισκογραφία δες εδώ.
Η πολωνική παρτιτούρα του τραγουδιού με τον τίτλο "Tango Milonga" εκδόθηκε στη Βαρσοβία το 1929 από τον Nakład Rzepeckiego και από τον F. Grąbczewski.
Αφού ο εκδοτικός οίκος Bohême Verlag στη Βιέννη απέκτησε τα δικαιώματα εκτέλεσης, ο Fritz Löhner-Beda έγραψε γερμανικούς στίχους και με τον τίτλο πλέον "Oh, Dοnna Clara" το τραγούδι γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και ηχογραφήθηκε αμέτρητες φορές στην ιστορική δισκογραφία σε διάφορες, μορφές, γλώσσες και τόπους. Ενδεικτικά:
– Austin Egen & Dol Dauber Tango Orchestra, Βιέννη, 7 Ιανουαρίου 1930 (HMV BW 3111-2 – AM 2680/70-1015)
– Fernando Orlandis, Ιταλία, 1930 (Odeon O 10423)
– Kees Pruis met Fred Bird Rhythmicians, Βερολίνο, 1930 (Homocord H. 4-66111)
– Jean Moscopol, Βιέννη, 22 Μαρτίου 1930 (HMV BW 3283 – AM 2807/70-1227)
– Jindrich Láznicka s dopr. Saxofonového Orkestru Dobbri, Βερολίνο, 28 Μαρτίου 1930 (Parlophon 118016 – B.13703-II)
– Grégor - Jazz Grégor, Γαλλία, 1930 (Æolien 1083 – G.8)
– "O, Donna Klára", Karel Hašler - Jankovcův Arena Divadla Orchester, Πράγα, 24 Απριλίου 1930 (BW 3366 - 70-1217 – AM2802)
– Nello Manzatti [Ion (Nelu) A. Mânzatu], Βουκουρέστι, 1930 (Columbia DV 65)
– "Óh Donna Klára", Sebő Miklós & Dobbri Saxophon Zenekara, Βουδαπέστη, 1930 (Parlophon 73209 – B. 13179-II)
– The Hottentots, Αγγλία, 1931 (Eclipse JW 101 – 13)
– Jazz Sinfonico Mascheroni, Ιταλία, 193; (Columbia WB 3458 – CQ 210)
– Juan Pulido, Νέα Υόρκη, 29 Μαΐου 1931 (Victor BRC 69669 - 30456)
– О, ДОННА КЛАРА, Малахов (Kazimir Malakhov), Μόσχα, 1932 (MusTrust 2115 – 2115)
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία εντοπίζονται άλλες δύο ηχογραφήσεις του τραγουδιού:
– «Ω Ντόνα Κλάρα», από τον Δημήτρη Κριωνά, Νέα Υόρκη το 1930 (Columbia W 206400 – 56220-F)
– «Ντόνα Κλάρα», από τον Πέτρο Επιτροπάκη, Αθήνα 28 Μαΐου 1931 (His Master’s Voice OW.243-1 – AO 2004)
Στην ελληνόφωνη εκδοχή του, το τραγούδι εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού καθώς αποτελεί την εξωτική αναπαράσταση της Ισπανίδας χορεύτριας, Ντόνα Κλάρα.
Στον εξωτισμό, η Ισπανία αναπαρίσταται ως ένα μόνιμα ανοιξιάτικο και ανθισμένο τοπίο, συχνά νυχτερινό, στο οποίο συνήθως τοποθετούνται πόλεις σύμβολα της «ισπανικότητας» όπως η Γρανάδα, η Βαλένθια και η Σεβίλλη. Είναι οριακά μεσαιωνική, ένα πολιτισμικό κράμα Τσιγγάνων, Χριστιανών, Μαυριτανών και Εβραίων. Αποτελεί τον απόλυτο εξωτικό τόπο στον οποίο συναντά κανείς σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της Ανατολής, του λατινικού κόσμου και των Τσιγγάνων.
Οι Ισπανοί αναπαρίστανται ως προ-μοντέρνοι και ημι-εξωτικοί άνθρωποι υποκινούμενοι από την τιμή, και έναν αρχαϊκό τρόπο ζωής, διαφορετικό από τον υλισμό και την πρόοδο του δυτικού κόσμου. Η ζωή τους χαρακτηρίζεται από μια αντισυμβατική ελευθερία όπου κυριαρχεί το έντονο ερωτικό πάθος και η νοσταλγία. Τα όργανα στην Ισπανία, ως επί το πλείστον οι κιθάρες και οι καστανιέτες, δεν παίζουν για να συνοδεύσουν κάποιο γλέντι όπως στην Ανατολή, αλλά για να αποδώσουν το πάθος.
Για την περιγραφή της Ντόνα Κλάρα επιστρατεύονται οι συνήθεις στερεότυπες εκφράσεις: η Ισπανίδα χορεύτρια είναι μαγευτική, νεράιδα ξωτική, θερμή σαν τη Σαχάρα και καρδιοπλανεύτρα λαγγεμένη. Το ταγκό επενδύει ιδανικά αυτή την εξωτική συνθήκη.
Στην πλούσια ελληνόφωνη δισκογραφία του ταγκό κατά τον Μεσοπόλεμο, η οποία περιλαμβάνει δημιουργίες όλων σχεδόν των συνθετών του ελαφρού τραγουδιού, διακρίνουμε τις εξής δυο εκφάνσεις:
α. Το «κοσμοπολίτικο» ταγκό, που θεματικά κινείται κυρίως στην περιγραφή ερωτικών ιστοριών και σπανιότερα θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως τα ναρκωτικά και τη φτώχεια. Ως έκφραση μιας παγκόσμιας και κοσμοπολίτικης μόδας, που γιγαντώνεται παράλληλα με τα δισκογραφικά δίκτυα, φέρει τον αέρα του μοντέρνου.
β. Το «εξωτικό» ταγκό που, με όρους αφηρημένους και με πλήθος κοσμητικών επιθέτων, ανακαλεί την εξιδανικευμένη Αργεντινή, αλλά και το εξίσου εξιδανικευμένο περιβάλλον της Ισπανίας και των Τσιγγάνων, όπως στην περίπτωση του εν λόγω τραγουδιού.
Αυτές βέβαια δεν είναι δύο απόλυτα διαφοροποιημένες τάσεις, αλλά χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και συχνότατα συγκλίνουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ταγκό επιλέγεται τόσο επειδή είναι η έκφραση ενός μοντέρνου μουσικού κοσμοπολιτισμού, δημοφιλούς και εμπορικά επιτυχημένου, όσο και επειδή ενέχει χαρακτηριστικά ικανά να δομήσουν μια εξωτική ατμόσφαιρα.
Η εμπορική παρτιτούρα με στίχους του Ξενοφώντα Αστεριάδη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στέφανου Γαϊτάνου (δες εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων.
Το tango αποτελεί ένα από τα βασικά μουσικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας της μοντέρνας Αργεντινής. Γεννιέται στο περιθωριοποιημένο περιβάλλον του λιμανιού του Μπουένος Άιρες, αλλά σύντομα κατακτά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου το μεταφέρουν περιοδεύοντες Αργεντίνοι μουσικοί και χορευτές κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η αποδοχή του από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις οφείλεται στον μετασχηματισμό του από μια πολυπολιτισμική μουσική έκφραση του υποκόσμου, σε μια μουσικοχορευτική για τους λευκούς, και στην θεματολογική του κάθαρση από τις απροκάλυπτα αισθησιακές του καταβολές. Οι πρωτογενώς περιθωριακοί τύποι και η προκλητική τους οριακότητα αντικαθίσταται από γραφικούς χαρακτήρες που εμφορούνται από ασίγαστα, πλην όμως στιλιζαρισμένα ερωτικά πάθη. Προκύπτει έτσι ένα «τιθασευμένο» μουσικό είδος που ανακαλεί μια ρομαντική Αργεντινή. Το ταγκό κατακλύζει τα παρισινά καμπαρέ, και η αρχικά στοχευμένη δημοφιλία του σύντομα εξελίσσεται σε πλατιά απήχηση. Δισκογραφικές εταιρείες, συνθέτες και ορχήστρες το διαχειρίζονται ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραστηριότητάς τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα ενδίδει στην «ταγκομανία». Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου το ταγκό έχει κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του ελαφρού τραγουδιού και εμπλουτίζει τους δισκογραφικούς καταλόγους με εκατοντάδες πρωτότυπες συνθέσεις, που συμπληρώνουν τις συστηματικές διασκευές δημοφιλών κομματιών, ευρωπαϊκής κυρίως προέλευσης, που ντύνονται με ελληνικούς στίχους. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του.
Το εν λόγω τραγούδι αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους του τραγουδιού "Oh, Donna Clara". Το κομμάτι συνέθεσε αρχικά ως ορχηστρικό με τον τίτλο "Tango Milonga" ο Πολωνός συνθέτης Jerzy Petersburski για τις ανάγκες της επιθεώρησης "Warszawa w kwiatach", που παρουσιάστηκε στις 7 Μαΐου 1929 στο θέατρο "Morskie Oko" της Βαρσοβίας.
Στην ορχηστρική του εκδοχή ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Βαρσοβία από την ορχήστρα του Henryk Gold (Syrena Electro-20235 – 6360). Σχεδόν ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από τους αριθμούς μήτρας των δίσκων, ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά ως τραγούδι, με πολωνικούς στίχους του Andrzej Włast, από την Stanisława Nowicka, η οποία το τραγούδησε και στην επιθεώρηση, και την ορχήστρα του Henryk Gold (Syrena-Electro, Βαρσοβία 1929, 20236 – 6359). Για άλλες εκτελέσεις στην πολωνική δισκογραφία δες εδώ.
Η πολωνική παρτιτούρα του τραγουδιού με τον τίτλο "Tango Milonga" εκδόθηκε στη Βαρσοβία το 1929 από τον Nakład Rzepeckiego και από τον F. Grąbczewski.
Αφού ο εκδοτικός οίκος Bohême Verlag στη Βιέννη απέκτησε τα δικαιώματα εκτέλεσης, ο Fritz Löhner-Beda έγραψε γερμανικούς στίχους και με τον τίτλο πλέον "Oh, Dοnna Clara" το τραγούδι γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και ηχογραφήθηκε αμέτρητες φορές στην ιστορική δισκογραφία σε διάφορες, μορφές, γλώσσες και τόπους. Ενδεικτικά:
– Austin Egen & Dol Dauber Tango Orchestra, Βιέννη, 7 Ιανουαρίου 1930 (HMV BW 3111-2 – AM 2680/70-1015)
– Fernando Orlandis, Ιταλία, 1930 (Odeon O 10423)
– Kees Pruis met Fred Bird Rhythmicians, Βερολίνο, 1930 (Homocord H. 4-66111)
– Jean Moscopol, Βιέννη, 22 Μαρτίου 1930 (HMV BW 3283 – AM 2807/70-1227)
– Jindrich Láznicka s dopr. Saxofonového Orkestru Dobbri, Βερολίνο, 28 Μαρτίου 1930 (Parlophon 118016 – B.13703-II)
– Grégor - Jazz Grégor, Γαλλία, 1930 (Æolien 1083 – G.8)
– "O, Donna Klára", Karel Hašler - Jankovcův Arena Divadla Orchester, Πράγα, 24 Απριλίου 1930 (BW 3366 - 70-1217 – AM2802)
– Nello Manzatti [Ion (Nelu) A. Mânzatu], Βουκουρέστι, 1930 (Columbia DV 65)
– "Óh Donna Klára", Sebő Miklós & Dobbri Saxophon Zenekara, Βουδαπέστη, 1930 (Parlophon 73209 – B. 13179-II)
– The Hottentots, Αγγλία, 1931 (Eclipse JW 101 – 13)
– Jazz Sinfonico Mascheroni, Ιταλία, 193; (Columbia WB 3458 – CQ 210)
– Juan Pulido, Νέα Υόρκη, 29 Μαΐου 1931 (Victor BRC 69669 - 30456)
– О, ДОННА КЛАРА, Малахов (Kazimir Malakhov), Μόσχα, 1932 (MusTrust 2115 – 2115)
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία εντοπίζονται άλλες δύο ηχογραφήσεις του τραγουδιού:
– «Ω Ντόνα Κλάρα», από τον Δημήτρη Κριωνά, Νέα Υόρκη το 1930 (Columbia W 206400 – 56220-F)
– «Ντόνα Κλάρα», από τον Πέτρο Επιτροπάκη, Αθήνα 28 Μαΐου 1931 (His Master’s Voice OW.243-1 – AO 2004)
Στην ελληνόφωνη εκδοχή του, το τραγούδι εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού καθώς αποτελεί την εξωτική αναπαράσταση της Ισπανίδας χορεύτριας, Ντόνα Κλάρα.
Στον εξωτισμό, η Ισπανία αναπαρίσταται ως ένα μόνιμα ανοιξιάτικο και ανθισμένο τοπίο, συχνά νυχτερινό, στο οποίο συνήθως τοποθετούνται πόλεις σύμβολα της «ισπανικότητας» όπως η Γρανάδα, η Βαλένθια και η Σεβίλλη. Είναι οριακά μεσαιωνική, ένα πολιτισμικό κράμα Τσιγγάνων, Χριστιανών, Μαυριτανών και Εβραίων. Αποτελεί τον απόλυτο εξωτικό τόπο στον οποίο συναντά κανείς σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της Ανατολής, του λατινικού κόσμου και των Τσιγγάνων.
Οι Ισπανοί αναπαρίστανται ως προ-μοντέρνοι και ημι-εξωτικοί άνθρωποι υποκινούμενοι από την τιμή, και έναν αρχαϊκό τρόπο ζωής, διαφορετικό από τον υλισμό και την πρόοδο του δυτικού κόσμου. Η ζωή τους χαρακτηρίζεται από μια αντισυμβατική ελευθερία όπου κυριαρχεί το έντονο ερωτικό πάθος και η νοσταλγία. Τα όργανα στην Ισπανία, ως επί το πλείστον οι κιθάρες και οι καστανιέτες, δεν παίζουν για να συνοδεύσουν κάποιο γλέντι όπως στην Ανατολή, αλλά για να αποδώσουν το πάθος.
Για την περιγραφή της Ντόνα Κλάρα επιστρατεύονται οι συνήθεις στερεότυπες εκφράσεις: η Ισπανίδα χορεύτρια είναι μαγευτική, νεράιδα ξωτική, θερμή σαν τη Σαχάρα και καρδιοπλανεύτρα λαγγεμένη. Το ταγκό επενδύει ιδανικά αυτή την εξωτική συνθήκη.
Στην πλούσια ελληνόφωνη δισκογραφία του ταγκό κατά τον Μεσοπόλεμο, η οποία περιλαμβάνει δημιουργίες όλων σχεδόν των συνθετών του ελαφρού τραγουδιού, διακρίνουμε τις εξής δυο εκφάνσεις:
α. Το «κοσμοπολίτικο» ταγκό, που θεματικά κινείται κυρίως στην περιγραφή ερωτικών ιστοριών και σπανιότερα θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως τα ναρκωτικά και τη φτώχεια. Ως έκφραση μιας παγκόσμιας και κοσμοπολίτικης μόδας, που γιγαντώνεται παράλληλα με τα δισκογραφικά δίκτυα, φέρει τον αέρα του μοντέρνου.
β. Το «εξωτικό» ταγκό που, με όρους αφηρημένους και με πλήθος κοσμητικών επιθέτων, ανακαλεί την εξιδανικευμένη Αργεντινή, αλλά και το εξίσου εξιδανικευμένο περιβάλλον της Ισπανίας και των Τσιγγάνων, όπως στην περίπτωση του εν λόγω τραγουδιού.
Αυτές βέβαια δεν είναι δύο απόλυτα διαφοροποιημένες τάσεις, αλλά χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και συχνότατα συγκλίνουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ταγκό επιλέγεται τόσο επειδή είναι η έκφραση ενός μοντέρνου μουσικού κοσμοπολιτισμού, δημοφιλούς και εμπορικά επιτυχημένου, όσο και επειδή ενέχει χαρακτηριστικά ικανά να δομήσουν μια εξωτική ατμόσφαιρα.
Η εμπορική παρτιτούρα με στίχους του Ξενοφώντα Αστεριάδη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στέφανου Γαϊτάνου (δες εδώ).
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ