Ο αρχιατσιγγάνος, το παράπονό του

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότεροι διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, το οποίο αφενός περιέχει έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνεί άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη Οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός στην εξέλιξη αυτή. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η εν λόγω ηχογράφηση περιλαμβάνει την άρια του Pali Rácz "Vor paar Jahren noch ein König" ή "Der alte Rácz" στην ελληνική γλώσσα, από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Zigeunerprimas" (Ο Αρχιατσιγγάνος), σε μουσική του Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Julius Wilhelm, Fritz Grünbaum. Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauss Theatre της Βιέννης, στις 11 Οκτωβρίου 1912.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Pali Rácz ερμήνευσε ο Αυστριακός ηθοποιός και τενόρος Alexander Girardi, ο οποίος έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1912, πραγματοποίησε στη Βιέννη και την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού για λογαριασμό της Gramophone (Lied des alten Rácz, Gramophone 14700 l - 942351 - 12573).

Δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1913, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο Király Színház της Βουδαπέστης, με τον τίτλο "A cigányprímás".

Στις 13 Ιανουαρίου 1914 η οπερέτα, με τον τίτλο "Sari", παρουσιάστηκε στο Liberty Theatre της Νέας Υόρκης, συμπληρώνοντας 151 παραστάσεις.

Στην ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και τόπους. Ενδεικτικά:

- "Régi nóták", Ernő Király, πιθανώς στη Βουδαπέστη, μεταξύ 1911-1914 (67506 - E1782 & D6018) - ουγγρικά
- "A cigányprimás: Regi nota", Asszonyi László, Βουδαπέστη 29 Ιανουαρίου 1913 (Gramophone 14932 l - 2-72311)
- "Ария Рача-Полли", Н. М. Бравин (Nikolay Bravyn), Μόσχα Δεκέμβριος 1932 (Interim GPT 02537 - 02537 016411) - ρωσικά
- "ПЕСНЯ РАЧА", В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov, Μόσχα 1940 (Aprelevka Plant 10085 - 10085)

Στην οπερέτα βασίστηκε και η ομότιτλη γερμανική ταινία "Der Zigeunerprimas", η οποία ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας στις 27 Μαρτίου 1929.

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Αρχιατσίγγανος», ανέβηκε στην Ελλάδα από τον θίασο Ένκελ το 1922, για δύο παραστάσεις.


Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Greek National Opera Records Co. Inc". Σύμφωνα με τον Αριστομένη Καλυβιώτη (1988): «Τον Μάιο του 1924 οι παραπάνω καλλιτέχνες [Μιχάλης Βλαχόπουλος, Νίκος Μωραΐτης, Η. Οικονομίδης, Άρτεμις Κυπαρίσση] του ελληνικού μελοδράματος, πηγαίνουν στην Αμερική για περιοδεία. Επικεφαλής και θιασάρχης ήταν ο Αποστ. Κονταράτος. Ο Αντ. Χατζηαποστόλου αναφέρει ότι παρέμειναν εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 1925. Εκτός από τις εμφανίσεις όμως που έκαναν εκεί, πραγματοποίησαν και μια σειρά από δίσκους. Οι ηχογραφήσεις έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ". Στην ετικέτα του δίσκου γραφόταν επίσης "Greek National Opera Records Co. Inc". Ο Γ. Κουσουρής γράφει ότι η εταιρεία αυτή συστήθηκε από ομογενείς της Αμερικής, αποκλειστικά για να κυκλοφορήσουν οι ηχογραφήσεις των τεσσάρων καλλιτεχνών. Δεν εξακριβώσαμε αν αυτό ήταν πραγματικό γεγονός ή φήμη, είναι όμως σίγουρο ότι η "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" άρχισε τη λειτουργία της ηχογραφώντας τους τέσσερις καλλιτέχνες. Αμέσως όμως κυκλοφόρησε δίσκους με ηχογραφήσεις και άλλων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μ. Θελετρίδη, της Φωφώς Βρυώνη και της Μαρίκα Παπαγκίκα. Ο ακριβής αριθμός των ηχογραφήσεων, που έγιναν, δεν μας είναι γνωστός».

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Wilhelm Julius, Grünbaum Fritz Ελληνικοί στίχοι: Βεκιαρέλλης Βασίλειος ;]
Τραγουδιστές:
Βλαχόπουλος [Μιχάλης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
09/1924-03/1925
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Acropolis
Αριθμός καταλόγου:
M-45010b
Αριθμός μήτρας:
11
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Acro_45010_OArchiatsiganos_ToParaponoTou
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο αρχιατσιγγάνος, το παράπονό του", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4968

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Η γεωγραφική θέση της Αυστρίας την καθιστά εκ φύσεως επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αλλά και σπουδαίο αγωγό για την διάχυση υλικών και άυλων προϊόντων από πάσα και προς πάσα κατεύθυνση. Εντούτοις, δεν αποτελεί δημοφιλές κομμάτι της ιστοριογραφικής έρευνας που αφορά τις σχέσεις του ελληνόφωνου κόσμου με το εξωτερικό. Πολλώ δε μάλλον στο μουσικολογικό πεδίο, όπου η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Παρόλα αυτά, συχνά η γεωγραφία μιλάει από μόνη της: Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μετά τον συμβιβασμό του 1867) γειτνίαζε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότο. Αμφότεροι διεκδικούσαν εδάφη της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, και κυρίως αυτά της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, το οποίο αφενός περιέχει έναν αξιοσημείωτο μουσουλμανικό πληθυσμό και, αφετέρου, επικοινωνεί άμεσα με την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας και το εκεί ελληνόφωνο στοιχείο. Η Βιέννη αποτέλεσε ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών∙ οι τέχνες, με κυρίαρχη τη μουσική, γνώρισαν εκεί μια πρωτόγνωρη ακμή. Ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος, που αναπτύχθηκε από τον 13ο ακόμη αιώνα σε ποικίλες μορφές σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιενέζικης δημιουργίας: το Volkstheater, το λαϊκό θέατρο, που μετέχει σε μια μεγάλη παράδοση κωμικών παραστατικών τεχνών, στις οποίες δεσπόζει η μουσική. Μετά το 1850, με βάση τη σχετική φιλολογία, το είδος αυτό μετασχηματίζεται στην βιενέζικη Οπερέτα, που γνωρίζει μία άνευ προηγουμένου δυναμική όσον αφορά την παραγωγή νέων έργων. Σύντομα, σε αυτό το δίκτυο θα εισέλθει και η δισκογραφία και μαζί με την ήδη ισχυρή πραγματικότητα των μουσικών εκδοτικών οίκων θα συμβάλουν στην μαζική διάχυση της βιενέζικης οπερέτας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Εκτός των άλλων, πρωταγωνιστικό στοιχείο των έργων αυτών είναι και το βαλς, το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της αυστριακής πρωτεύουσας – βασικό εξαγωγικό της πολιτιστικό προϊόν σε όλον τον κόσμο. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η οικογένεια των Στράους ήταν καταλυτικός στην εξέλιξη αυτή. Οι τάσεις αυτές καταφθάνουν και οικειοποιούνται από τον ελληνόφωνο κόσμο, ο οποίος τις ενσωματώνει στις δικές του συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο εισχωρεί σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει και καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά προκύπτει είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις.

Η εν λόγω ηχογράφηση περιλαμβάνει την άρια του Pali Rácz "Vor paar Jahren noch ein König" ή "Der alte Rácz" στην ελληνική γλώσσα, από την πρώτη πράξη της τρίπρακτης οπερέτας "Der Zigeunerprimas" (Ο Αρχιατσιγγάνος), σε μουσική του Emmerich Kálmán και γερμανικό λιμπρέτο των Julius Wilhelm, Fritz Grünbaum. Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στο Johann Strauss Theatre της Βιέννης, στις 11 Οκτωβρίου 1912.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Pali Rácz ερμήνευσε ο Αυστριακός ηθοποιός και τενόρος Alexander Girardi, ο οποίος έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1912, πραγματοποίησε στη Βιέννη και την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού για λογαριασμό της Gramophone (Lied des alten Rácz, Gramophone 14700 l - 942351 - 12573).

Δύο περίπου μήνες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1913, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία στο Király Színház της Βουδαπέστης, με τον τίτλο "A cigányprímás".

Στις 13 Ιανουαρίου 1914 η οπερέτα, με τον τίτλο "Sari", παρουσιάστηκε στο Liberty Theatre της Νέας Υόρκης, συμπληρώνοντας 151 παραστάσεις.

Στην ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε σε διάφορες γλώσσες και τόπους. Ενδεικτικά:

- "Régi nóták", Ernő Király, πιθανώς στη Βουδαπέστη, μεταξύ 1911-1914 (67506 - E1782 & D6018) - ουγγρικά
- "A cigányprimás: Regi nota", Asszonyi László, Βουδαπέστη 29 Ιανουαρίου 1913 (Gramophone 14932 l - 2-72311)
- "Ария Рача-Полли", Н. М. Бравин (Nikolay Bravyn), Μόσχα Δεκέμβριος 1932 (Interim GPT 02537 - 02537 016411) - ρωσικά
- "ПЕСНЯ РАЧА", В.П. ЗАХАРОВ (Vladimir P. Zakharov, Μόσχα 1940 (Aprelevka Plant 10085 - 10085)

Στην οπερέτα βασίστηκε και η ομότιτλη γερμανική ταινία "Der Zigeunerprimas", η οποία ξεκίνησε τις προβολές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Γερμανίας στις 27 Μαρτίου 1929.

Η οπερέτα, με τον τίτλο «Αρχιατσίγγανος», ανέβηκε στην Ελλάδα από τον θίασο Ένκελ το 1922, για δύο παραστάσεις.


Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται "Greek National Opera Records Co. Inc". Σύμφωνα με τον Αριστομένη Καλυβιώτη (1988): «Τον Μάιο του 1924 οι παραπάνω καλλιτέχνες [Μιχάλης Βλαχόπουλος, Νίκος Μωραΐτης, Η. Οικονομίδης, Άρτεμις Κυπαρίσση] του ελληνικού μελοδράματος, πηγαίνουν στην Αμερική για περιοδεία. Επικεφαλής και θιασάρχης ήταν ο Αποστ. Κονταράτος. Ο Αντ. Χατζηαποστόλου αναφέρει ότι παρέμειναν εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 1925. Εκτός από τις εμφανίσεις όμως που έκαναν εκεί, πραγματοποίησαν και μια σειρά από δίσκους. Οι ηχογραφήσεις έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ". Στην ετικέτα του δίσκου γραφόταν επίσης "Greek National Opera Records Co. Inc". Ο Γ. Κουσουρής γράφει ότι η εταιρεία αυτή συστήθηκε από ομογενείς της Αμερικής, αποκλειστικά για να κυκλοφορήσουν οι ηχογραφήσεις των τεσσάρων καλλιτεχνών. Δεν εξακριβώσαμε αν αυτό ήταν πραγματικό γεγονός ή φήμη, είναι όμως σίγουρο ότι η "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" άρχισε τη λειτουργία της ηχογραφώντας τους τέσσερις καλλιτέχνες. Αμέσως όμως κυκλοφόρησε δίσκους με ηχογραφήσεις και άλλων Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Μ. Θελετρίδη, της Φωφώς Βρυώνη και της Μαρίκα Παπαγκίκα. Ο ακριβής αριθμός των ηχογραφήσεων, που έγιναν, δεν μας είναι γνωστός».

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικό λιμπρέτο: Wilhelm Julius, Grünbaum Fritz Ελληνικοί στίχοι: Βεκιαρέλλης Βασίλειος ;]
Τραγουδιστές:
Βλαχόπουλος [Μιχάλης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
09/1924-03/1925
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Acropolis
Αριθμός καταλόγου:
M-45010b
Αριθμός μήτρας:
11
Διάρκεια:
4:20
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Acro_45010_OArchiatsiganos_ToParaponoTou
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Ο αρχιατσιγγάνος, το παράπονό του", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4968

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης