Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η εν λόγω ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Homokord το 1929 (C 93 T – T. 4-28118), πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα χασάπικο, του οποίου ο σκοπός απαντά και σε διαφορετικά αισθητικά πλαίσια. Πρόκειται για ορχηστρική εκδοχή, με αρμόνικα, μαντολίνο και κιθάρα, του σκοπού τον οποίο χρησιμοποίησε ο Παναγιώτης Τούντας στο δημοφιλές τραγούδι του «Γκαρσόνα», προσθέτοντας δική του, νέα εισαγωγή. Το κομμάτι ηχογραφήθηκε ξανά, σε ορχηστρική μορφή στην Αμερική, πιθανώς το 1947, από τον Κώστα Γκαντίνη και τον Nick Doneff (Kaliphon D 762 B). Στην ετικέτα του δίσκου διαβάζουμε «Γκαρσώνα (Σερβιτόρα), Νίκος Δ., Βιολί - Πιάνο - Ακόρδιον - Ντραμ» (θερμές ευχαριστίες στον Martin Schwartz για την υπόδειξη αυτής της ηχογράφησης).
Επιπλέον, ο σκοπός απαντά και στο εβραϊκό (klezmer/Yiddish) ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα, το 1954 η Folkways Records κυκλοφορεί έναν δίσκο 33 στροφών (FP 809) με ηχογραφήσεις του Nathan Nazaroff, γνωστού περισσότερο ως Prince Nazaroff, ο οποίος γεννήθηκε στην Ευρώπη (μάλλον στην σημερινή Ουκρανία) και το 1914 μετανάστευσε στην Αμερική. Στον δίσκο αυτόν υπάρχει κομμάτι με τίτλο "Freilchs (Medley of Freilachs)". Το freilach είναι μουσική φόρμα-είδος στο klezmer/Yiddish ρεπερτόριο, δηλαδή αυτό των Ασκενάζι Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη, και σημαίνει «χαρούμενος». Στο συγκεκριμένο ποτ-πουρί ακούγονται φράσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε φράσεις από το «Κασάπικο / Γκαρσόνα».
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Sholom Secunda και της σχέσης του με τον μουσικό σκοπό. Το 1932 παρουσιάζεται στην Αμερική η εβραϊκή οπερέτα του Abraham Bloom “I would if I could”, σε μουσική του Secunda και στίχους του Jacob Jacobs. Στην εν λόγω οπερέτα συναντάμε για πρώτη φορά το τραγούδι “Bei mir bist du schön” (Bay mir bistu sheyn: To me you are beautiful), το οποίο βασίζεται σε βασικές μελωδικές γραμμές του εν λόγω σκοπού. Η οπερέτα και το τραγούδι δεν γνωρίζουν επιτυχία μέχρι το 1938, όταν οι στίχοι μεταφράζονται στα αγγλικά και ηχογραφούνται για λογαριασμό της Decca με τις Andrews Sisters. Η εκτέλεση αυτή γνωρίζει ανεπανάληπτη επιτυχία και έκτοτε το τραγούδι ηχογραφείται σε διάφορες μορφές και γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά). Το 2001 το Milken Archive of American Jewish Music ηχογράφησε το τραγούδι, χρησιμοποιώντας την πρωτότυπη παρτιτούρα της οπερέτας. Αναλυτικότερα για το ιστορικό του τραγουδιού του Secunda βλ. εδώ.
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Η εν λόγω ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Homokord το 1929 (C 93 T – T. 4-28118), πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα χασάπικο, του οποίου ο σκοπός απαντά και σε διαφορετικά αισθητικά πλαίσια. Πρόκειται για ορχηστρική εκδοχή, με αρμόνικα, μαντολίνο και κιθάρα, του σκοπού τον οποίο χρησιμοποίησε ο Παναγιώτης Τούντας στο δημοφιλές τραγούδι του «Γκαρσόνα», προσθέτοντας δική του, νέα εισαγωγή. Το κομμάτι ηχογραφήθηκε ξανά, σε ορχηστρική μορφή στην Αμερική, πιθανώς το 1947, από τον Κώστα Γκαντίνη και τον Nick Doneff (Kaliphon D 762 B). Στην ετικέτα του δίσκου διαβάζουμε «Γκαρσώνα (Σερβιτόρα), Νίκος Δ., Βιολί - Πιάνο - Ακόρδιον - Ντραμ» (θερμές ευχαριστίες στον Martin Schwartz για την υπόδειξη αυτής της ηχογράφησης).
Επιπλέον, ο σκοπός απαντά και στο εβραϊκό (klezmer/Yiddish) ρεπερτόριο. Συγκεκριμένα, το 1954 η Folkways Records κυκλοφορεί έναν δίσκο 33 στροφών (FP 809) με ηχογραφήσεις του Nathan Nazaroff, γνωστού περισσότερο ως Prince Nazaroff, ο οποίος γεννήθηκε στην Ευρώπη (μάλλον στην σημερινή Ουκρανία) και το 1914 μετανάστευσε στην Αμερική. Στον δίσκο αυτόν υπάρχει κομμάτι με τίτλο "Freilchs (Medley of Freilachs)". Το freilach είναι μουσική φόρμα-είδος στο klezmer/Yiddish ρεπερτόριο, δηλαδή αυτό των Ασκενάζι Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη, και σημαίνει «χαρούμενος». Στο συγκεκριμένο ποτ-πουρί ακούγονται φράσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε φράσεις από το «Κασάπικο / Γκαρσόνα».
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Sholom Secunda και της σχέσης του με τον μουσικό σκοπό. Το 1932 παρουσιάζεται στην Αμερική η εβραϊκή οπερέτα του Abraham Bloom “I would if I could”, σε μουσική του Secunda και στίχους του Jacob Jacobs. Στην εν λόγω οπερέτα συναντάμε για πρώτη φορά το τραγούδι “Bei mir bist du schön” (Bay mir bistu sheyn: To me you are beautiful), το οποίο βασίζεται σε βασικές μελωδικές γραμμές του εν λόγω σκοπού. Η οπερέτα και το τραγούδι δεν γνωρίζουν επιτυχία μέχρι το 1938, όταν οι στίχοι μεταφράζονται στα αγγλικά και ηχογραφούνται για λογαριασμό της Decca με τις Andrews Sisters. Η εκτέλεση αυτή γνωρίζει ανεπανάληπτη επιτυχία και έκτοτε το τραγούδι ηχογραφείται σε διάφορες μορφές και γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά). Το 2001 το Milken Archive of American Jewish Music ηχογράφησε το τραγούδι, χρησιμοποιώντας την πρωτότυπη παρτιτούρα της οπερέτας. Αναλυτικότερα για το ιστορικό του τραγουδιού του Secunda βλ. εδώ.
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ