Γράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης για το τραγούδι (2010, 1: 35):
"Ύστερα από μια πεντηκονταετία επικράτησης των κουτσαβάκηδων στην παλιά Αθήνα, με επίκεντρο την πλατεία των Ηρώων στου Ψυρρή, ήρθε ο ξεπεσμός τους με την παρέμβαση του νέου τότε αστυνομικού διευθυντή Μπαϊρακτάρη τη δεκαετία 1890. Σώθηκαν όμως μερικά τραγούδια που αναφέρονται σ’ αυτούς και στον τρόπο ζωής τους.
Την ίδια αίσθηση του καταρρακωμένου κουτσαβάκη μάς μεταφέρει και ο Δημ. Αρχιγένης στο βιβλίο του "Οι νταήδες της Σμύρνης", στο οποίο, αφού πλέκει το εγκώμιο για τους κιμπαρονταήδες ή αρχοντονταήδες ακόμα και για τους μορτονταήδες, κατατάσσει τα κουτσαβάκια στην τελευταία κατηγορία γράφοντας:
«...Άλλοι ντυμένοι κοκέτικα κι’ άλλοι ρέμπελα. Ρεκλαματζήδες, θεατρίνοι, τσιληπουρδόνια, δηλαδής πεταχτοί, αυθάδικοι και τουπετζήδες. Είχε όμως και κάτις φοβητσιάρηδοι, που, ένα «μπαμ» να τως ήκανες, σπούσ’ η χολή τους. Τέλος, ηξεχωρίζανε απτσοί σωστοί νταήδες, που αυτοί ήτανε σέρτικοι και ανεγνωρισμένοι με άθλα».
Ενδιαφέρουσα ερμηνεία της λέξης κουτσαβάκης μας δίνει παρακάτω, περιγράφοντας το ντύσιμό τους: «...Τζιλέ και σακάκι, στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, τα ’χανε κουμπωμένα. Το καλοκαίρι όμως αξεκούμπωτα και τα δύο, πράμα που ηθεωριούντανε αγένεια. Στσι μεγάλες πάλι ζέστες, το σακάκι το βγάζανε αποπάνω τους. Δεν ηδίνανε σημασία, πως η κοινωνία το απαιτούσε φορετό. Κ’ έτσι, άλλοι το κρατούσανε στο χέρι για στο μπράτσο, άλλοι το ρίχνανε στην πλάτη για στον ένανε νώμο, κ’ άλλοι, πάλι, ηβάζανε το ’να μανίκι κ’ ηφήνανε το σακάκι να κρεμνιέται έτσι απτό νώμο. Αυτοί όμως πού το ρίχνανε στον ένανε νώμο, για να μη τως πέσει στο πορπάτημα, ησηκώνανε το νώμο αυτόνανε κ’ ηχαμηλώνανε τον άλλονε, σα να θέλανε να σηκώσουνε κανένα βάρος.
Κι’ ο κόσμος για να τσοι κοροϊδέψει, ήλεε «βαραίνουνε τα σίδερα». Μα, ηπααίνανε με το ’να πλάι, σα να ψευτοκουτσαίνουνε. Γιαυτό και τως ήβγε το παρατσούκλι «κουτσαβάκια». Ήτανε κι’ αυτό ένα άλλο πάλι σκέρτσο τως...»
Η λέξη "κουτσαβάκι" εμφανίζεται ως τίτλος σε μια εκδοχή του τραγουδιού "Πάλε μεθυσμένος είσαι".
Είναι αξιοσημείωτο ότι, αν και ανδρικός ο στίχος του, τραγουδήθηκε από γυναίκες, σε όλες τις μέχρι τώρα γνωστές εκτελέσεις".
Γράφει ο Παναγιώτης Κουνάδης για το τραγούδι (2010, 1: 35):
"Ύστερα από μια πεντηκονταετία επικράτησης των κουτσαβάκηδων στην παλιά Αθήνα, με επίκεντρο την πλατεία των Ηρώων στου Ψυρρή, ήρθε ο ξεπεσμός τους με την παρέμβαση του νέου τότε αστυνομικού διευθυντή Μπαϊρακτάρη τη δεκαετία 1890. Σώθηκαν όμως μερικά τραγούδια που αναφέρονται σ’ αυτούς και στον τρόπο ζωής τους.
Την ίδια αίσθηση του καταρρακωμένου κουτσαβάκη μάς μεταφέρει και ο Δημ. Αρχιγένης στο βιβλίο του "Οι νταήδες της Σμύρνης", στο οποίο, αφού πλέκει το εγκώμιο για τους κιμπαρονταήδες ή αρχοντονταήδες ακόμα και για τους μορτονταήδες, κατατάσσει τα κουτσαβάκια στην τελευταία κατηγορία γράφοντας:
«...Άλλοι ντυμένοι κοκέτικα κι’ άλλοι ρέμπελα. Ρεκλαματζήδες, θεατρίνοι, τσιληπουρδόνια, δηλαδής πεταχτοί, αυθάδικοι και τουπετζήδες. Είχε όμως και κάτις φοβητσιάρηδοι, που, ένα «μπαμ» να τως ήκανες, σπούσ’ η χολή τους. Τέλος, ηξεχωρίζανε απτσοί σωστοί νταήδες, που αυτοί ήτανε σέρτικοι και ανεγνωρισμένοι με άθλα».
Ενδιαφέρουσα ερμηνεία της λέξης κουτσαβάκης μας δίνει παρακάτω, περιγράφοντας το ντύσιμό τους: «...Τζιλέ και σακάκι, στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, τα ’χανε κουμπωμένα. Το καλοκαίρι όμως αξεκούμπωτα και τα δύο, πράμα που ηθεωριούντανε αγένεια. Στσι μεγάλες πάλι ζέστες, το σακάκι το βγάζανε αποπάνω τους. Δεν ηδίνανε σημασία, πως η κοινωνία το απαιτούσε φορετό. Κ’ έτσι, άλλοι το κρατούσανε στο χέρι για στο μπράτσο, άλλοι το ρίχνανε στην πλάτη για στον ένανε νώμο, κ’ άλλοι, πάλι, ηβάζανε το ’να μανίκι κ’ ηφήνανε το σακάκι να κρεμνιέται έτσι απτό νώμο. Αυτοί όμως πού το ρίχνανε στον ένανε νώμο, για να μη τως πέσει στο πορπάτημα, ησηκώνανε το νώμο αυτόνανε κ’ ηχαμηλώνανε τον άλλονε, σα να θέλανε να σηκώσουνε κανένα βάρος.
Κι’ ο κόσμος για να τσοι κοροϊδέψει, ήλεε «βαραίνουνε τα σίδερα». Μα, ηπααίνανε με το ’να πλάι, σα να ψευτοκουτσαίνουνε. Γιαυτό και τως ήβγε το παρατσούκλι «κουτσαβάκια». Ήτανε κι’ αυτό ένα άλλο πάλι σκέρτσο τως...»
Η λέξη "κουτσαβάκι" εμφανίζεται ως τίτλος σε μια εκδοχή του τραγουδιού "Πάλε μεθυσμένος είσαι".
Είναι αξιοσημείωτο ότι, αν και ανδρικός ο στίχος του, τραγουδήθηκε από γυναίκες, σε όλες τις μέχρι τώρα γνωστές εκτελέσεις".
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ