Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Συναντάμε περιπλανώμενους μουσικούς σκοπούς σε διάφορα σημεία στην Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και την Αμερική, όπου τοπικοί μουσικοί τους οικειοποιούνται και τους ανακατασκευάζουν. Πέραν αυτών, οι αλληλο-επιρροές αφορούν τις πρακτικές εκτέλεσης, το οργανολόγιο, τη ρυθμολογία, την εναρμόνιση, την φωνητική τοποθέτηση και γενικότερα τις έξεις που κουβαλάει ο κάθε μουσικός. Τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν και οικειοποιούνται πολυποίκιλα ρεπερτόρια που προέρχονται ή/και υλοποιούνται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε κέρινους κυλίνδρους από τον Γάλλο Hubert Pernot (βλ. εδώ) στο πλαίσιο των επιστημονικών αποστολών που πραγματοποίησε το καλοκαίρι του 1898 και 1899 στη Χίο.
Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα, το 1903, θα εκδοθεί στο Παρίσι από τον Ernest Leroux η συλλογή "Mélodies populaires grecques de l'île de Chio" (βλ. εδώ), η οποία περιλαμβάνει 114 μελωδίες (σκοπούς και τραγούδια) από τις ηχογραφήσεις στη Χίο. Η καταγραφή της μουσικής σε πεντάγραμμο πραγματοποιήθηκε από τον Γάλλο συνθέτη Paul Le Flem, η καταγραφή των ελληνικών στίχων και η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον Hubert Pernot, ενώ τη μετάφραση των στίχων στη γαλλική γλώσσα ανέλαβε ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος μουσικολόγος και μουσικοκριτικός Michel Dimitri Calvocoressi. Στην έκδοση το «Γιαρούμπι» περιλαμβάνεται στις σελ. 169-170 και φέρει τον αριθμό 41. Συνοδεύεται από αναφορά στον τόπο ηχογράφησης, Πυργί (Pyrghi) και τη σημείωση «Το τραγούδι εισήχθη πρόσφατα από τη Σμύρνη. Μια εκδοχή (πιάνο και φωνή) κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τον Δ. Λαβρίδη» ("Cette chanson a été récemment importée de Smyrne. Une version (piano et chant) a été publiée à Athenes par D. Lavrìdis"). Το τραγούδησε η Καλλιόπη, 23 χρονών.
Λίγο αργότερα, ένας άλλος Γάλλος, ο συνθέτης Maurice Ravel (Ciboure, Γαλλία, 7 Μαρτίου 1875 – Παρίσι, 28 Δεκεμβρίου 1937), θα επιλέξει τέσσερεις μελωδίες από την παραπάνω συλλογή, θα τις εναρμονίσει και θα τις συμπεριλάβει στον κύκλο τραγουδιών "Cinq mélodies populaires grecques" (Πέντε ελληνικές λαϊκές μελωδίες). Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται (ως τελευταίο, πέμπτο κατά σειρά ακρόασης τραγούδι) και το «Γιαρούμπι» (Tout gai!). Τα τραγούδια, για φωνή και πιάνο, γράφτηκαν μεταξύ 1904 - 1906 και εκδόθηκαν σε παρτιτούρα από τον οίκο A. Durand & Fils στο Παρίσι το 1906 (βλ. εδώ). Οι άλλες τρεις καταγραφές που επέλεξε ο Ravel από την έκδοση των Hubert Pernot - Paul Le Flem είναι (κατά σειρά ακρόασης): «Ξύπνησε Πετροπέρδικα» (υπ. αρ. 74) / 1."Chanson de la Mariée", «Κάτω στον Άγιο Σίδερο» (υπ. αρ. 25) / 2. "Là-bas, vers l'église" και «Άντζελος είσαι μάτια μου» (υπ. αρ. 104) / 4. "Chanson des cueilleuses de lentisques". Το πέμπτο τραγούδι, (αρ. 3 στον κύκλο τραγουδιών) «Ποιος ασίκης σαν κι εμένα» / "Quel galant m'est comparable", προέρχεται από τη συλλογή «Ελληνικαί Δημοτικαί μελωδίαι συλλεχθείσαι και συναρμονισθείσαι υπό Π. Μάτσα» που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1883 από τον οίκο A. Comendinger (βλ. εδώ, σελ. 109).
Στο περ. Πινακοθήκη (έτος ΙΒ, Ιούνιος-Ιούλιος 1912, τ. 136-137, σελ. 92, βλ. εδώ), εντοπίζεται αναφορά για την παρουσίαση των τραγουδιών στο Στρασβούργο το 1912:
«Ωραιοτάτην εκτέλεσιν της Ελληνικής μουσικής παρουσίασεν εις Στρασβούργον η γλυκυτάτη Ινδο-Ολλανδή αοιδός κ. Σόργκα [Mme Sorga], αποδώσασα με απαράμιλλον τέχνην και βαθείαν συγκίνησιν πλείστα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Εις αυτά εμπερικλείεται ολόκληρος η ψυχή της μεγάλης Ελλάδος, της κλασικής αυτής χώρας του Φωτός και της Εμμορφιάς.
"Το τραγούδι της νύμφης", "Κάτω στην Εκκλησιά", "Καπετάν Βασιλική", "Γιαρούμπι-γιαρούμπι" κτλ κτλ. - όλα παθητικά ερωτικά τραγούδια, αλλά βαθειά δραματικά, ήσαν ωσάν μια μακρυνή μυστηριώδης φωνή ωσάν την φωνήν της Ανατολής που μιλούσε.
Όλαι αυταί αι μελωδίαι αρμονισμέναι από τον Ραβέλ συνετέλεσαν υπερβολικά εις την ανάδειξιν της απαραμίλλου αυτής καλλιτέχνιδος, απαραμίλλου διά την θερμήν και συναρπάζουσα φωνήν της, απαραμίλλου διά την έκφρασιν και διά την Ελληνικήν εμμορφιά της και τα λεπτά χαρακτηριστικά και το ωραίον παράστημα.
Η κ. Σόργκα δεν είνε άγνωστος διά τας Αθήνας, ένθα είχε αλησμονήτους επιτυχίας».
Σχετικά με τις ηχογραφήσεις των «Πέντε ελληνικών λαϊκών μελωδιών», σημειώνουμε την ηχογράφηση “Trois mélodies populaires grecques : Quel galant - Là bas vers l'église - Tout gai!” (Ultraphone 77219D – BP1435) την οποία πραγματοποίησαν γύρω στα 1935 στο Παρίσι ο βαρύτονος Pierre Bernac με τη συνοδεία του Jean Doyen στο πιάνο. Περιλαμβάνει τρία από τα πέντε τραγούδια (τα υπ. αριθ. 2, 3 και 5), μεταξύ των οποίων και το «Γιαρούμπι -Γιαρούμπι» (Tout gai!).
Επίσης, στις 4 Μαρτίου 1952 η μεσόφωνος Ίρμα Κολάση, με τη συνοδεία της Jacquelin Bonneau στο πιάνο, ηχογραφεί στο Παρίσι τις "Cinq mélodies populaires grecques" στην ελληνική γλώσσα (LP "Récital Irma Kolasi", Decca DRL 1165 – LX 3080).
Ο σκοπός, ωστόσο, του «Γιαρούμπι» ενέπνευσε και τους Έλληνες λόγιους συνθέτες. Ο Μάριος Βάρβογλης (Βρυξέλλες, 26 Απριλίου 1883 - Αθήνα, 30 Ιουλίου 1927) θα συμπεριλάβει τη μελωδία του τραγουδιού στο συμφωνικό σκίτσο «Το πανηγύρι» (The Feast), το πρώτο ορχηστρικό του έργο, το οποίο γράφτηκε στο Παρίσι το 1909 (Σακαλλιέρος, 2023). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η μελωδία αποδίδεται από «προετοιμασμένο» πιάνο (βλ. εδώ από 4′ 18″ έως το 4′ 43″).
Όσον αφορά την ελληνική ιστορική δισκογραφία, το «Γιαρούμπι» φαίνεται πως ηχογραφείται για πρώτη φορά στις 6 Δεκεμβρίου 1902 στο Μιλάνο από τον βαρύτονο Δημήτριο Καρόπουλο (Dhimítrios Karópoulos ή Demetrio Caropulo) με τη συνοδεία πιάνου (Gramophone 5538R – 12132).
Tο 1905-1906 ηχογραφείται στην Κωνσταντινούπολη από την Estudiantina Thanou [Εστουδιαντίνα Θάνου] (Odeon c1213 – 16030).
Το 1916 η Greek Artillery Band [Μπάντα του ελληνικού πυροβολικού] ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη τον σκοπό για την Columbia («Γιαρούμπι», Columbia 43948 – E-2896).
Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1925, πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη από τον Σωτήρη Στασινόπουλο η παρούσα ηχογράφηση (Columbia 205572 – 56029-F). Την ορχήστρα αποτελούν ο Charlie Makedonas (Κώστας Γκαντίνης), κλαρίνο, και ο Θανάσης Ζέρβας, σαντούρι.
Μεταξύ 1930-1932 ο Βασίλης Ψαμαθιανός με το συγκρότημα του Γιάννη Καλαϊτζόγλου ηχογραφούν στην Κωνσταντινούπολη το «Γιαρούμπι» (Polydor BN1068 – V51117).
Το 1933-1934 ηχογραφείται στην Αθήνα από τον Μ. Ζαφειρίδη και την Κα Μάνου ως διασκευή του Μ. Τσάμα (Μίνως Μάτσας) για την Parlophone («Γιαρούμπι», Parlophone 101425 – B.21721-II). Συνοδεύει μαντολινάτα υπό τη διεύθυνση του Νίκου Σταθερού.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 λαϊκή ορχήστρα με τον Κώστα Γκαντίνη στο κλαρίνο ηχογραφεί στις ΗΠΑ το ορχηστρικό «Γιαρούμπι» (Standard 25053 – F-9083-B).
Ο σκοπός καταγράφεται και στην εβραϊκή δισκογραφία που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ. Στις 27 Μαρτίου 1916 ο Joseph Moskowitz (τσίμπαλο) και ο Max Yussim (πιάνο), πραγματοποιούν στη Νέα Υόρκη την ηχογράφηση με τίτλο "Medley of Greek songs" (Victor B-17393-1 – 67826-A). Εκτός από την μελωδία που μας ενδιαφέρει, η οποία αναγράφεται στην ετικέτα του δίσκου "Iarumbi", στο εν λόγω απάνθισμα περιλαμβάνονται τα τραγούδια "Pai pai, pai, pai" (Πάει, πάει, πάει, πάει) και "Elvero haralambi" (Έλα βρε Χαραλάμπη).
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το καλοκαίρι του 2022 ανακαλύφθηκαν στο Musée d' ethnographie de Genève (Εθνογραφικό Μουσείο της Γενεύης) 37 κουτιά τα οποία περιέχουν τους κέρινους κυλίνδρους με τις ηχογραφήσεις του Pernot, οι οποίες θεωρούνταν χαμένες. Για περισσότερα βλέπε εδώ το άρθρο του Christophe Corbier, ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και στο Ινστιτούτο Ερευνας της Μουσικολογίας (IReMus) του Παρισιού, και μέλος της εξαμελούς ομάδας Γάλλων, Ελλήνων και Ελβετών ερευνητών που έχει αναλάβει το έργο της μελέτης των κυλίνδρων και της μετάδοσής τους στο ευρύ κοινό, καθώς και εδώ την ανακοίνωση της εύρεσης των ηχογραφήσεων που έγινε στη Χίο από τρία μέλη της ομάδας, τον Δημήτρη Γιαννιώδη, Ανθρωπολόγο, τον Christophe Corbier (βλ. παραπάνω) και τον Γιώργο Κοκκώνη, Μουσικολόγο - Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δίκτυα μέσα στα οποία συμμετέχουν οι ελληνόφωνες μουσικές, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς τους, είναι μεγαλειώδη. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Συναντάμε περιπλανώμενους μουσικούς σκοπούς σε διάφορα σημεία στην Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και την Αμερική, όπου τοπικοί μουσικοί τους οικειοποιούνται και τους ανακατασκευάζουν. Πέραν αυτών, οι αλληλο-επιρροές αφορούν τις πρακτικές εκτέλεσης, το οργανολόγιο, τη ρυθμολογία, την εναρμόνιση, την φωνητική τοποθέτηση και γενικότερα τις έξεις που κουβαλάει ο κάθε μουσικός. Τα ρεπερτόρια αποεδαφικοποιούνται και αναμιγνύονται με άλλα, τα οποία προσλαμβάνουν πλέον υπερτοπικά χαρακτηριστικά. Οι μουσικοί βρίσκονται συχνά σε κίνηση μέσα σε πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες, υπηρετούν και οικειοποιούνται πολυποίκιλα ρεπερτόρια που προέρχονται ή/και υλοποιούνται από ετερογενείς εθνοπολιτισμικές ομάδες. Συχνά, η «σύγκλιση» των γεωγραφικών συντεταγμένων συνοδεύεται από μια ακόμα σύγκλιση, που αφορά εσωτερικές πολιτισμικές «συντεταγμένες». Πρόκειται για τα πεδία του λόγιου και του λαϊκού, που παραδοσιακά έχουν αντιμετωπιστεί όχι απλώς ως αυτοτελή, αλλά και ως στεγανά. Η λαϊκότητα και η λογιότητα μπαίνουν σε δημιουργικό διάλογο με ποικίλους τρόπους, συστήνοντας ενδιάμεσους «τόπους» ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε κέρινους κυλίνδρους από τον Γάλλο Hubert Pernot (βλ. εδώ) στο πλαίσιο των επιστημονικών αποστολών που πραγματοποίησε το καλοκαίρι του 1898 και 1899 στη Χίο.
Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα, το 1903, θα εκδοθεί στο Παρίσι από τον Ernest Leroux η συλλογή "Mélodies populaires grecques de l'île de Chio" (βλ. εδώ), η οποία περιλαμβάνει 114 μελωδίες (σκοπούς και τραγούδια) από τις ηχογραφήσεις στη Χίο. Η καταγραφή της μουσικής σε πεντάγραμμο πραγματοποιήθηκε από τον Γάλλο συνθέτη Paul Le Flem, η καταγραφή των ελληνικών στίχων και η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον Hubert Pernot, ενώ τη μετάφραση των στίχων στη γαλλική γλώσσα ανέλαβε ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος μουσικολόγος και μουσικοκριτικός Michel Dimitri Calvocoressi. Στην έκδοση το «Γιαρούμπι» περιλαμβάνεται στις σελ. 169-170 και φέρει τον αριθμό 41. Συνοδεύεται από αναφορά στον τόπο ηχογράφησης, Πυργί (Pyrghi) και τη σημείωση «Το τραγούδι εισήχθη πρόσφατα από τη Σμύρνη. Μια εκδοχή (πιάνο και φωνή) κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τον Δ. Λαβρίδη» ("Cette chanson a été récemment importée de Smyrne. Une version (piano et chant) a été publiée à Athenes par D. Lavrìdis"). Το τραγούδησε η Καλλιόπη, 23 χρονών.
Λίγο αργότερα, ένας άλλος Γάλλος, ο συνθέτης Maurice Ravel (Ciboure, Γαλλία, 7 Μαρτίου 1875 – Παρίσι, 28 Δεκεμβρίου 1937), θα επιλέξει τέσσερεις μελωδίες από την παραπάνω συλλογή, θα τις εναρμονίσει και θα τις συμπεριλάβει στον κύκλο τραγουδιών "Cinq mélodies populaires grecques" (Πέντε ελληνικές λαϊκές μελωδίες). Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται (ως τελευταίο, πέμπτο κατά σειρά ακρόασης τραγούδι) και το «Γιαρούμπι» (Tout gai!). Τα τραγούδια, για φωνή και πιάνο, γράφτηκαν μεταξύ 1904 - 1906 και εκδόθηκαν σε παρτιτούρα από τον οίκο A. Durand & Fils στο Παρίσι το 1906 (βλ. εδώ). Οι άλλες τρεις καταγραφές που επέλεξε ο Ravel από την έκδοση των Hubert Pernot - Paul Le Flem είναι (κατά σειρά ακρόασης): «Ξύπνησε Πετροπέρδικα» (υπ. αρ. 74) / 1."Chanson de la Mariée", «Κάτω στον Άγιο Σίδερο» (υπ. αρ. 25) / 2. "Là-bas, vers l'église" και «Άντζελος είσαι μάτια μου» (υπ. αρ. 104) / 4. "Chanson des cueilleuses de lentisques". Το πέμπτο τραγούδι, (αρ. 3 στον κύκλο τραγουδιών) «Ποιος ασίκης σαν κι εμένα» / "Quel galant m'est comparable", προέρχεται από τη συλλογή «Ελληνικαί Δημοτικαί μελωδίαι συλλεχθείσαι και συναρμονισθείσαι υπό Π. Μάτσα» που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1883 από τον οίκο A. Comendinger (βλ. εδώ, σελ. 109).
Στο περ. Πινακοθήκη (έτος ΙΒ, Ιούνιος-Ιούλιος 1912, τ. 136-137, σελ. 92, βλ. εδώ), εντοπίζεται αναφορά για την παρουσίαση των τραγουδιών στο Στρασβούργο το 1912:
«Ωραιοτάτην εκτέλεσιν της Ελληνικής μουσικής παρουσίασεν εις Στρασβούργον η γλυκυτάτη Ινδο-Ολλανδή αοιδός κ. Σόργκα [Mme Sorga], αποδώσασα με απαράμιλλον τέχνην και βαθείαν συγκίνησιν πλείστα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Εις αυτά εμπερικλείεται ολόκληρος η ψυχή της μεγάλης Ελλάδος, της κλασικής αυτής χώρας του Φωτός και της Εμμορφιάς.
"Το τραγούδι της νύμφης", "Κάτω στην Εκκλησιά", "Καπετάν Βασιλική", "Γιαρούμπι-γιαρούμπι" κτλ κτλ. - όλα παθητικά ερωτικά τραγούδια, αλλά βαθειά δραματικά, ήσαν ωσάν μια μακρυνή μυστηριώδης φωνή ωσάν την φωνήν της Ανατολής που μιλούσε.
Όλαι αυταί αι μελωδίαι αρμονισμέναι από τον Ραβέλ συνετέλεσαν υπερβολικά εις την ανάδειξιν της απαραμίλλου αυτής καλλιτέχνιδος, απαραμίλλου διά την θερμήν και συναρπάζουσα φωνήν της, απαραμίλλου διά την έκφρασιν και διά την Ελληνικήν εμμορφιά της και τα λεπτά χαρακτηριστικά και το ωραίον παράστημα.
Η κ. Σόργκα δεν είνε άγνωστος διά τας Αθήνας, ένθα είχε αλησμονήτους επιτυχίας».
Σχετικά με τις ηχογραφήσεις των «Πέντε ελληνικών λαϊκών μελωδιών», σημειώνουμε την ηχογράφηση “Trois mélodies populaires grecques : Quel galant - Là bas vers l'église - Tout gai!” (Ultraphone 77219D – BP1435) την οποία πραγματοποίησαν γύρω στα 1935 στο Παρίσι ο βαρύτονος Pierre Bernac με τη συνοδεία του Jean Doyen στο πιάνο. Περιλαμβάνει τρία από τα πέντε τραγούδια (τα υπ. αριθ. 2, 3 και 5), μεταξύ των οποίων και το «Γιαρούμπι -Γιαρούμπι» (Tout gai!).
Επίσης, στις 4 Μαρτίου 1952 η μεσόφωνος Ίρμα Κολάση, με τη συνοδεία της Jacquelin Bonneau στο πιάνο, ηχογραφεί στο Παρίσι τις "Cinq mélodies populaires grecques" στην ελληνική γλώσσα (LP "Récital Irma Kolasi", Decca DRL 1165 – LX 3080).
Ο σκοπός, ωστόσο, του «Γιαρούμπι» ενέπνευσε και τους Έλληνες λόγιους συνθέτες. Ο Μάριος Βάρβογλης (Βρυξέλλες, 26 Απριλίου 1883 - Αθήνα, 30 Ιουλίου 1927) θα συμπεριλάβει τη μελωδία του τραγουδιού στο συμφωνικό σκίτσο «Το πανηγύρι» (The Feast), το πρώτο ορχηστρικό του έργο, το οποίο γράφτηκε στο Παρίσι το 1909 (Σακαλλιέρος, 2023). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η μελωδία αποδίδεται από «προετοιμασμένο» πιάνο (βλ. εδώ από 4′ 18″ έως το 4′ 43″).
Όσον αφορά την ελληνική ιστορική δισκογραφία, το «Γιαρούμπι» φαίνεται πως ηχογραφείται για πρώτη φορά στις 6 Δεκεμβρίου 1902 στο Μιλάνο από τον βαρύτονο Δημήτριο Καρόπουλο (Dhimítrios Karópoulos ή Demetrio Caropulo) με τη συνοδεία πιάνου (Gramophone 5538R – 12132).
Tο 1905-1906 ηχογραφείται στην Κωνσταντινούπολη από την Estudiantina Thanou [Εστουδιαντίνα Θάνου] (Odeon c1213 – 16030).
Το 1916 η Greek Artillery Band [Μπάντα του ελληνικού πυροβολικού] ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη τον σκοπό για την Columbia («Γιαρούμπι», Columbia 43948 – E-2896).
Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1925, πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη από τον Σωτήρη Στασινόπουλο η παρούσα ηχογράφηση (Columbia 205572 – 56029-F). Την ορχήστρα αποτελούν ο Charlie Makedonas (Κώστας Γκαντίνης), κλαρίνο, και ο Θανάσης Ζέρβας, σαντούρι.
Μεταξύ 1930-1932 ο Βασίλης Ψαμαθιανός με το συγκρότημα του Γιάννη Καλαϊτζόγλου ηχογραφούν στην Κωνσταντινούπολη το «Γιαρούμπι» (Polydor BN1068 – V51117).
Το 1933-1934 ηχογραφείται στην Αθήνα από τον Μ. Ζαφειρίδη και την Κα Μάνου ως διασκευή του Μ. Τσάμα (Μίνως Μάτσας) για την Parlophone («Γιαρούμπι», Parlophone 101425 – B.21721-II). Συνοδεύει μαντολινάτα υπό τη διεύθυνση του Νίκου Σταθερού.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 λαϊκή ορχήστρα με τον Κώστα Γκαντίνη στο κλαρίνο ηχογραφεί στις ΗΠΑ το ορχηστρικό «Γιαρούμπι» (Standard 25053 – F-9083-B).
Ο σκοπός καταγράφεται και στην εβραϊκή δισκογραφία που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ. Στις 27 Μαρτίου 1916 ο Joseph Moskowitz (τσίμπαλο) και ο Max Yussim (πιάνο), πραγματοποιούν στη Νέα Υόρκη την ηχογράφηση με τίτλο "Medley of Greek songs" (Victor B-17393-1 – 67826-A). Εκτός από την μελωδία που μας ενδιαφέρει, η οποία αναγράφεται στην ετικέτα του δίσκου "Iarumbi", στο εν λόγω απάνθισμα περιλαμβάνονται τα τραγούδια "Pai pai, pai, pai" (Πάει, πάει, πάει, πάει) και "Elvero haralambi" (Έλα βρε Χαραλάμπη).
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το καλοκαίρι του 2022 ανακαλύφθηκαν στο Musée d' ethnographie de Genève (Εθνογραφικό Μουσείο της Γενεύης) 37 κουτιά τα οποία περιέχουν τους κέρινους κυλίνδρους με τις ηχογραφήσεις του Pernot, οι οποίες θεωρούνταν χαμένες. Για περισσότερα βλέπε εδώ το άρθρο του Christophe Corbier, ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και στο Ινστιτούτο Ερευνας της Μουσικολογίας (IReMus) του Παρισιού, και μέλος της εξαμελούς ομάδας Γάλλων, Ελλήνων και Ελβετών ερευνητών που έχει αναλάβει το έργο της μελέτης των κυλίνδρων και της μετάδοσής τους στο ευρύ κοινό, καθώς και εδώ την ανακοίνωση της εύρεσης των ηχογραφήσεων που έγινε στη Χίο από τρία μέλη της ομάδας, τον Δημήτρη Γιαννιώδη, Ανθρωπολόγο, τον Christophe Corbier (βλ. παραπάνω) και τον Γιώργο Κοκκώνη, Μουσικολόγο - Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ