Θυμάμαι τον μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά!...

PDF cannot be displayed, please update.

Η εν λόγω εξασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το τραγούδι «Θυμάμαι τον μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά!...», διασκευή του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με ελληνικούς στίχους των Μ. Άννινου και Γ. Τσοκόπουλου σε αταυτοποίητο τραγούδι ευρωπαϊκής προέλευσης. Προέρχεται από την επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο - στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα - Φυρστ - Λεπενιώτη.

Το μονόχρωμο εξώφυλλο φιλοτεχνείται από σκίτσο του Αντώνη Βώττη το οποίο φέρει τα αρχικά του και απεικονίζει γυναίκα να παίζει πιάνο, καθώς και φωτογραφία η οποία απεικονίζει την ηθοποιό Ροζαλία Νίκα. Αναγράφεται ο τίτλος της επιθεώρησης, του τραγουδιού, τα ονόματα των κειμενογράφων και του μουσικού διασκευαστή και οι εκδότες. Στη δεύτερη σελίδα περιλαμβάνονται οι υπόλοιπες εφτά στροφές του τραγουδιού.

Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για το τραγούδι). Στο κάτω μέρος της τρίτης και τέταρτης σελίδας του μουσικού κειμένου αναγράφεται «Α. [Άγγελος] Τάντης».

Στο μονόχρωμο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται διαφημιστική καταχώρηση του Μουσικού Οίκου Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου.

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άννινος Μπάμπης, Τσοκόπουλος Γιώργος
Σκιτσογράφος/Ζωγράφος:
ΑΒ [Βώττης Αντώνης]
Χρονολογία έκδοσης:
1911
Τόπος έκδοσης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Πρώτες λέξεις:
Μοναχογιός με δήμαρχο πατέρα
Εκδότης:
Έκδοσις Κ. Μυστακίδου, Θ. Ευσταθιάδου (μουσικού), Στοά Αρσακείου 15, Αθήνα
Έκδοση:
1
Κωδικός έκδοσης:
Μ. 91 Ε.
Πρωτότυπα δικαιώματα:
[Μυστακίδης Κ., Ευσταθιάδης Θ.]
Χειρόγραφο σημείωμα:
Ναι (στο εξώφυλλο)
Φυσική περιγραφή:
Χαρτί, 34,5 x 27 εκ., 6 σελίδες, κακή κατάσταση με φθορές και σκισίματα σε διάφορα σημεία
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
201805031119
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Θυμάμαι τον μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά!...", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=2230
Στίχοι:
Μοναχογιός με δήμαρχο πατέρα
που 'χει χωράφια αμπέλια και σταφίδα
με προκοπή κι υπόληψη εκεί πέρα
πλουσιότερος κι από τον Τριτσιμπίδα
από την επαρχία μόλις φθάνω
γυρίζω 'δώ κι εκεί κι όλο τα χάνω
Τρέχω, στέκω βλέπω με θαυμασμό
ματάκια χαρωπά και βλέμματα θερμά
όμως κάθε τόσο με στεναγμό
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Μ' έχουν εμέ κι οι δυο κρυφό καμάρι
και μο' 'λεγε η μαμά «Χρυσέ μου Τάκη
αέρα το μυαλό σου να μη πάρει
απ' τα φουστάνια μακριά λιγάκι»
και ο μπαμπάς «τήρα καλά παιδί μου
εσ' είσαι η μοναχή ελπίς του δήμου».
Κι αν καμιά μου γνέψει και σκουντά
με μάτια χαρωπά με βλέμματα θερμά
και ζητώ να τρέξω να πάω κοντά
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Με περιπαίζουν οι συμφοιτηταί μου
με λένε κουνενέ και με γυρίζουν
σε γλέντια που δεν έκανα ποτέ μου
γιατ' εκεί κάτω δεν τα συνηθίζουν
κοιμόμαστ' εκεί πέρα με τις κότες
κι είν' άγνωστες ακόμη οι κοκότες
βλέπω εκεί τριγύρω με θαυμασμό
ματάκια χαρωπά φιλήματα θερμά
θέλω ν' αγκαλιάσω φιλήματα θερμά
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Μια μέρα η σπιτονοικοκυρά μου
μια καλοθρεμένη σαραντάρα
κρυφά κρυφά γλιστρά στην κάμαρά μου
κλειδώνει και τραβά και την αμπάρα
κάτι κρυφά στ' αυτί μου μουρμουρίζει
κι αναστενάζει και τα δόντια τρίζει.
Στέκω ακούω μένω με θαυμασμό
λογάκια τρυφερά φιλήματα θερμά
κάτι όμως νιώθω δεν τολμώ.
Θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Για να ξεχάσω τη νοικοκυρά μου
πήρα το τραμ πήγα στην αλυσσίδα
άνοιξ' εκεί αμέσως η καρδιά μου
απ' όσα άκουσα κι απ' όσα είδα
μισόγυμνες γυναίκες με κοιτάζουν
με μάτια λιγωμένα που με σφάζουν
πάει χάνω και νου και λογικό
μου στάθηκ' η καρδιά σαν ήλθε μια σιμά
θέλω όλος να..... μα σταματώ
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Εκείνη όμως η τσαχπίνα σκύβει
και στο αυτί μου λέει κάτι
κι ενώ με το καπέλο της με κρύβει
ένα φιλί μου δίνει μέσ' το μάτι
μ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι
τα μάτια μου γουρλώσαν μου 'ρθε ζάλη
παίρνω όμως ευθύς ηρωισμό
αρχίζω χαρωπά λογάκια τρυφερά
Αλλά μέσα σ' αυτόν το σαστιμό
θυμούμαι το μπαμπά, θυμούμαι τη μαμά.

Στο σπίτι μου τη νύχτα που γυρνούσα
και εσυλλογιζόμουν τι να κάνω
σ' ένα αρχοντόσπιτο καθώς περνούσα
μ' αρπάζουνε και με τραβούν απάνω
εις τη σοφίτα πήρα τη πνοή μου
'μπρος στη νταντά τη προτητερινή μου.
Στρέφω κρεβάτι βλέπω φουντωτό
και πέρα στη γωνιά τραπέζι με
τρώγω πίνω, πίνω και γλεντώ
ξεχνάω το μπαμπά, ξεχνάω τη μαμά.

PDF cannot be displayed, please update.

Η εν λόγω εξασέλιδη παρτιτούρα περιλαμβάνει το τραγούδι «Θυμάμαι τον μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά!...», διασκευή του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με ελληνικούς στίχους των Μ. Άννινου και Γ. Τσοκόπουλου σε αταυτοποίητο τραγούδι ευρωπαϊκής προέλευσης. Προέρχεται από την επιθεώρηση «Παναθήναια του 1911» σε κείμενο - στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Η οπερέτα έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιουνίου 1911 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» από τον θίασο Νίκα - Φυρστ - Λεπενιώτη.

Το μονόχρωμο εξώφυλλο φιλοτεχνείται από σκίτσο του Αντώνη Βώττη το οποίο φέρει τα αρχικά του και απεικονίζει γυναίκα να παίζει πιάνο, καθώς και φωτογραφία η οποία απεικονίζει την ηθοποιό Ροζαλία Νίκα. Αναγράφεται ο τίτλος της επιθεώρησης, του τραγουδιού, τα ονόματα των κειμενογράφων και του μουσικού διασκευαστή και οι εκδότες. Στη δεύτερη σελίδα περιλαμβάνονται οι υπόλοιπες εφτά στροφές του τραγουδιού.

Πρόκειται για παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για το τραγούδι). Στο κάτω μέρος της τρίτης και τέταρτης σελίδας του μουσικού κειμένου αναγράφεται «Α. [Άγγελος] Τάντης».

Στο μονόχρωμο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται διαφημιστική καταχώρηση του Μουσικού Οίκου Κ. Μυστακίδου - Θ. Ευσταθιάδου.

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Άννινος Μπάμπης, Τσοκόπουλος Γιώργος
Σκιτσογράφος/Ζωγράφος:
ΑΒ [Βώττης Αντώνης]
Χρονολογία έκδοσης:
1911
Τόπος έκδοσης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Πρώτες λέξεις:
Μοναχογιός με δήμαρχο πατέρα
Εκδότης:
Έκδοσις Κ. Μυστακίδου, Θ. Ευσταθιάδου (μουσικού), Στοά Αρσακείου 15, Αθήνα
Έκδοση:
1
Κωδικός έκδοσης:
Μ. 91 Ε.
Πρωτότυπα δικαιώματα:
[Μυστακίδης Κ., Ευσταθιάδης Θ.]
Χειρόγραφο σημείωμα:
Ναι (στο εξώφυλλο)
Φυσική περιγραφή:
Χαρτί, 34,5 x 27 εκ., 6 σελίδες, κακή κατάσταση με φθορές και σκισίματα σε διάφορα σημεία
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
201805031119
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Θυμάμαι τον μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά!...", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=2230
Στίχοι:
Μοναχογιός με δήμαρχο πατέρα
που 'χει χωράφια αμπέλια και σταφίδα
με προκοπή κι υπόληψη εκεί πέρα
πλουσιότερος κι από τον Τριτσιμπίδα
από την επαρχία μόλις φθάνω
γυρίζω 'δώ κι εκεί κι όλο τα χάνω
Τρέχω, στέκω βλέπω με θαυμασμό
ματάκια χαρωπά και βλέμματα θερμά
όμως κάθε τόσο με στεναγμό
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Μ' έχουν εμέ κι οι δυο κρυφό καμάρι
και μο' 'λεγε η μαμά «Χρυσέ μου Τάκη
αέρα το μυαλό σου να μη πάρει
απ' τα φουστάνια μακριά λιγάκι»
και ο μπαμπάς «τήρα καλά παιδί μου
εσ' είσαι η μοναχή ελπίς του δήμου».
Κι αν καμιά μου γνέψει και σκουντά
με μάτια χαρωπά με βλέμματα θερμά
και ζητώ να τρέξω να πάω κοντά
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Με περιπαίζουν οι συμφοιτηταί μου
με λένε κουνενέ και με γυρίζουν
σε γλέντια που δεν έκανα ποτέ μου
γιατ' εκεί κάτω δεν τα συνηθίζουν
κοιμόμαστ' εκεί πέρα με τις κότες
κι είν' άγνωστες ακόμη οι κοκότες
βλέπω εκεί τριγύρω με θαυμασμό
ματάκια χαρωπά φιλήματα θερμά
θέλω ν' αγκαλιάσω φιλήματα θερμά
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Μια μέρα η σπιτονοικοκυρά μου
μια καλοθρεμένη σαραντάρα
κρυφά κρυφά γλιστρά στην κάμαρά μου
κλειδώνει και τραβά και την αμπάρα
κάτι κρυφά στ' αυτί μου μουρμουρίζει
κι αναστενάζει και τα δόντια τρίζει.
Στέκω ακούω μένω με θαυμασμό
λογάκια τρυφερά φιλήματα θερμά
κάτι όμως νιώθω δεν τολμώ.
Θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Για να ξεχάσω τη νοικοκυρά μου
πήρα το τραμ πήγα στην αλυσσίδα
άνοιξ' εκεί αμέσως η καρδιά μου
απ' όσα άκουσα κι απ' όσα είδα
μισόγυμνες γυναίκες με κοιτάζουν
με μάτια λιγωμένα που με σφάζουν
πάει χάνω και νου και λογικό
μου στάθηκ' η καρδιά σαν ήλθε μια σιμά
θέλω όλος να..... μα σταματώ
θυμάμαι το μπαμπά, θυμάμαι τη μαμά.

Εκείνη όμως η τσαχπίνα σκύβει
και στο αυτί μου λέει κάτι
κι ενώ με το καπέλο της με κρύβει
ένα φιλί μου δίνει μέσ' το μάτι
μ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι
τα μάτια μου γουρλώσαν μου 'ρθε ζάλη
παίρνω όμως ευθύς ηρωισμό
αρχίζω χαρωπά λογάκια τρυφερά
Αλλά μέσα σ' αυτόν το σαστιμό
θυμούμαι το μπαμπά, θυμούμαι τη μαμά.

Στο σπίτι μου τη νύχτα που γυρνούσα
και εσυλλογιζόμουν τι να κάνω
σ' ένα αρχοντόσπιτο καθώς περνούσα
μ' αρπάζουνε και με τραβούν απάνω
εις τη σοφίτα πήρα τη πνοή μου
'μπρος στη νταντά τη προτητερινή μου.
Στρέφω κρεβάτι βλέπω φουντωτό
και πέρα στη γωνιά τραπέζι με
τρώγω πίνω, πίνω και γλεντώ
ξεχνάω το μπαμπά, ξεχνάω τη μαμά.

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης