Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιέχει τα τραγούδια «Ζεχρά» σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Αιμίλιου Σαββίδη και «Κρητικές μαντινάδες» σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Νίκου Γούναρη. Αμέσως μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου το 1940, το τραγούδι «Ζεχρά» διασκευάστηκε με νέους στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, υπό τον τίτλο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο δεσπόζει η ολοσέλιδη φωτογραφία της ερμηνεύτριας των τραγουδιών Σοφίας Βέμπο. Επίσης, αναγράφονται οι δημιουργοί του τραγουδιού και ο εκδότης. Στη δεύτερη σελίδα φέρει σφραγίδα του συλλέκτη «Συλλογή Φώτη Σαρρή» και στην τρίτη σελίδα αναγράφεται «Α. Βαρθαλίτης». Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται η παρτιτούρα του τραγουδιού «Κρητικές μαντινάδες».
Το μουσικό κείμενο του τραγουδιού «Ζεχρά» (σελ. 2-3) περιλαμβάνεται σε παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για τη φωνή), στην οποία αναγράφονται οι στίχοι και των δύο εκδοχών του τραγουδιού. Από το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» αναγράφονται οι μισοί στίχοι, προφανώς λόγω έλλειψης χώρου. Το μουσικό κείμενο συνοδεύουν οι χαρακτηρισμοί «tango-romance oriental» και «πολεμική παρωδία στο σκοπό της Ζεχράς».
Η «Ζεχρά» εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολής. Η σημασία του εξωτισμού αφορά αφ’ ενός τα χαρακτηριστικά αυτού που είναι έξω από τη σφαίρα της ταυτότητας, αφ’ ετέρου την έλξη που ασκεί ό,τι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ευρύτατη αποδοχή του φαινομένου είναι πασιφανής: ο πολυδιάστατος γλωσσικός, μουσικός και εικαστικός πλούτος, που συσσωρεύτηκε γύρω και μέσα στον εξωτισμό, δημιούργησε ένα κοινό απόθεμα γνώσης που τροφοδοτεί διηνεκώς το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό. Οι τόποι που αναπαρίστανται στον εξωτισμό, η Ανατολή, η Λατινική Αμερική, η Ισπανία, η Χαβάη, είναι κατ’ εξοχήν φαντασιακοί, αποσυνδέονται από τον πραγματικό κόσμο. Ανοίγονται σαν μια θεατρική σκηνή, με εναλλασσόμενα σκηνικά, όπου δραματοποιούνται οι φαντασιώσεις, κατακλύζουν τις αισθήσεις κι εκλύουν έντονα συναισθήματα, προσφέροντας στον «επισκέπτη» μια ιδανική εμπειρία, έξω από τους περιορισμούς του συμβατικού κόσμου (βλ. την ψηφιακή συλλογή «Εξωτισμός στα Ελληνόφωνα ρεπερτόρια».
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1938 στην Αθήνα από τη Σοφία Βέμπο με τη συνοδεία της ορχήστρας του Μιχάλη Σουγιούλ («Ζεχρά», His Master's Voice OGA 844-1 – AO 2515 και επανέκδοση από τη RCA-Victor OGA 844-1 – 26-8027 και την Orthophonic OGA 844-1 – S-471-A). Την ίδια χρονιά το τραγούδι ηχογράφησε και η Κούλα Νικολαΐδου με την ορχήστρα του Θεόδωρου Παπαδόπουλου (Parlophone Go 3197 – B. 21992-I).
Η κήρυξη του πολέμου από τη φασιστική Ιταλία και η νικηφόρα αντιμετώπισή της από τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία κινητοποίησε τις δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού. Από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Απρίλιο του 1941, δημιουργοί όλων των κατηγοριών κατέγραψαν τα γεγονότα σε νέα τραγούδια ή προσάρμοσαν στίχους με ανάλογη θεματολογία σε παλαιότερες επιτυχίες.
Ο θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος, μετέπειτα σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, θα προσαρμόσει πάνω στη μελωδία της «Ζεχρά» στίχους αναφερόμενους στην ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 1940, η Σοφία Βέμπο με τη συνοδεία της ορχήστρας του Μιχάλη Σουγιούλ θα ηχογραφήσει στην Αθήνα το τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» (Columbia C.G. 2136 – D.G. 6575). Η ηχογράφηση επανεκδόθηκε στις ΗΠΑ (Cοlumbia USA CO 32207 – 7221-F) αλλά και στην Τουρκία ( Columbia Τουρκίας C.G. 2136 – DT 181).
Η εμφάνιση, όμως, του τραγουδιού στη τουρκική δισκογραφία δεν εξαντλείται στην παραπάνω επανέκδοση. Πιθανόν στα 1939 η Birsen Alan με την Park Otel Dans Orkestrasi θα ηχογραφήσει στην Κωνσταντινούπολη τη "Zehra" με τουρκικούς στίχους (Odeon CO 3634 – LA 270322 και Odeon CO 3634 – P.L. 68). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην άλλη πλευρά του δίσκου περιλαμβάνεται μία ακόμα διασκευή ελληνικού τραγουδιού, η "Cemile", με τουρκικούς στίχους του İhsan Sensoy (Odeon CO 3540 – LA 270322 και Odeon CO 3540 – P.L. 68). Πρόκειται για το τραγούδι «Τζεμιλέ» σε μουσική του Θεόδωρου Παπαδόπουλου και στίχους του Τσάμα [Μίνωας Μάτσας], το οποίο ηχοχραφήθηκε στην Αθήνα το 1938 από τον Άλκη Παγώνη και το Τρίο Βοκάλ Παπαδόπουλου (Columbia Go 2603 – GA 1992). Εκτός από την ηχογράφηση της Birsen Alan, το τραγούδι "Zehra" εντοπίζεται σε δύο ακόμα εκτελέσεις στην τουρκόφωνη ιστορική δισκογραφία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1939 στην Κωνσταντινούπολη, από τη Seyyan Hanim (Sahibinin Sesi 0TB 1406-1 – AX 2190 και JO 271) και τη Bayan Hikmet (Columbia 17590).
Ογδόντα περίπου χρόνια αργότερα, το 2017, οι Taner Öngür & 43.75 θα κυκλοφορήσουν σε βινύλιο τον δίσκο "Elektrik Gramophon" (Tantana Records TNT 017), στον οποίο περιλαμβάνεται σε ορχηστρική μορφή η "Zehra".
Αναφορικά με τις ηχογραφήσεις του τραγουδιού στη σύγχρονη δισκογραφία, σημειώνουμε την ορχηστρική διασκευή «Ζεχρά» από το ελληνικό συγκρότημα "The Aqua Barons". Περιλαμβάνεται στο CD "Southeast Stompers" που ηχογραφήθηκε το 2016 στην Κόρινθο (Green Cookie Records - GC052). Επίσης, τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς το Antoine Karacostas Trio, με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής Antoine Karacostas στο πιάνο και τους Anders Ulrich (μπάσο) και Simon Bierner (ντραμς), θα ηχογραφήσει στο Aéroneff studio στο Παρίσι με τη συμμετοχή της Cybèle Costariadis στο τραγούδι τη "Zehra" [CD "Trails, Parallel Records (12) PR005].
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.) δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω τετρασέλιδη παρτιτούρα περιέχει τα τραγούδια «Ζεχρά» σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Αιμίλιου Σαββίδη και «Κρητικές μαντινάδες» σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Νίκου Γούναρη. Αμέσως μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου το 1940, το τραγούδι «Ζεχρά» διασκευάστηκε με νέους στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, υπό τον τίτλο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο δεσπόζει η ολοσέλιδη φωτογραφία της ερμηνεύτριας των τραγουδιών Σοφίας Βέμπο. Επίσης, αναγράφονται οι δημιουργοί του τραγουδιού και ο εκδότης. Στη δεύτερη σελίδα φέρει σφραγίδα του συλλέκτη «Συλλογή Φώτη Σαρρή» και στην τρίτη σελίδα αναγράφεται «Α. Βαρθαλίτης». Στο ασπρόμαυρο οπισθόφυλλο περιλαμβάνεται η παρτιτούρα του τραγουδιού «Κρητικές μαντινάδες».
Το μουσικό κείμενο του τραγουδιού «Ζεχρά» (σελ. 2-3) περιλαμβάνεται σε παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για τη φωνή), στην οποία αναγράφονται οι στίχοι και των δύο εκδοχών του τραγουδιού. Από το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» αναγράφονται οι μισοί στίχοι, προφανώς λόγω έλλειψης χώρου. Το μουσικό κείμενο συνοδεύουν οι χαρακτηρισμοί «tango-romance oriental» και «πολεμική παρωδία στο σκοπό της Ζεχράς».
Η «Ζεχρά» εμπίπτει στο ρεύμα του εξωτισμού, υπό το πρίσμα του οποίου ο δυτικός κόσμος ήρθε σε επαφή, εκτός των άλλων, με ετερότητες όπως οι λαοί της Ανατολής. Η σημασία του εξωτισμού αφορά αφ’ ενός τα χαρακτηριστικά αυτού που είναι έξω από τη σφαίρα της ταυτότητας, αφ’ ετέρου την έλξη που ασκεί ό,τι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ευρύτατη αποδοχή του φαινομένου είναι πασιφανής: ο πολυδιάστατος γλωσσικός, μουσικός και εικαστικός πλούτος, που συσσωρεύτηκε γύρω και μέσα στον εξωτισμό, δημιούργησε ένα κοινό απόθεμα γνώσης που τροφοδοτεί διηνεκώς το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό. Οι τόποι που αναπαρίστανται στον εξωτισμό, η Ανατολή, η Λατινική Αμερική, η Ισπανία, η Χαβάη, είναι κατ’ εξοχήν φαντασιακοί, αποσυνδέονται από τον πραγματικό κόσμο. Ανοίγονται σαν μια θεατρική σκηνή, με εναλλασσόμενα σκηνικά, όπου δραματοποιούνται οι φαντασιώσεις, κατακλύζουν τις αισθήσεις κι εκλύουν έντονα συναισθήματα, προσφέροντας στον «επισκέπτη» μια ιδανική εμπειρία, έξω από τους περιορισμούς του συμβατικού κόσμου (βλ. την ψηφιακή συλλογή «Εξωτισμός στα Ελληνόφωνα ρεπερτόρια».
Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1938 στην Αθήνα από τη Σοφία Βέμπο με τη συνοδεία της ορχήστρας του Μιχάλη Σουγιούλ («Ζεχρά», His Master's Voice OGA 844-1 – AO 2515 και επανέκδοση από τη RCA-Victor OGA 844-1 – 26-8027 και την Orthophonic OGA 844-1 – S-471-A). Την ίδια χρονιά το τραγούδι ηχογράφησε και η Κούλα Νικολαΐδου με την ορχήστρα του Θεόδωρου Παπαδόπουλου (Parlophone Go 3197 – B. 21992-I).
Η κήρυξη του πολέμου από τη φασιστική Ιταλία και η νικηφόρα αντιμετώπισή της από τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία κινητοποίησε τις δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού. Από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Απρίλιο του 1941, δημιουργοί όλων των κατηγοριών κατέγραψαν τα γεγονότα σε νέα τραγούδια ή προσάρμοσαν στίχους με ανάλογη θεματολογία σε παλαιότερες επιτυχίες.
Ο θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος, μετέπειτα σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, θα προσαρμόσει πάνω στη μελωδία της «Ζεχρά» στίχους αναφερόμενους στην ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 1940, η Σοφία Βέμπο με τη συνοδεία της ορχήστρας του Μιχάλη Σουγιούλ θα ηχογραφήσει στην Αθήνα το τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» (Columbia C.G. 2136 – D.G. 6575). Η ηχογράφηση επανεκδόθηκε στις ΗΠΑ (Cοlumbia USA CO 32207 – 7221-F) αλλά και στην Τουρκία ( Columbia Τουρκίας C.G. 2136 – DT 181).
Η εμφάνιση, όμως, του τραγουδιού στη τουρκική δισκογραφία δεν εξαντλείται στην παραπάνω επανέκδοση. Πιθανόν στα 1939 η Birsen Alan με την Park Otel Dans Orkestrasi θα ηχογραφήσει στην Κωνσταντινούπολη τη "Zehra" με τουρκικούς στίχους (Odeon CO 3634 – LA 270322 και Odeon CO 3634 – P.L. 68). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην άλλη πλευρά του δίσκου περιλαμβάνεται μία ακόμα διασκευή ελληνικού τραγουδιού, η "Cemile", με τουρκικούς στίχους του İhsan Sensoy (Odeon CO 3540 – LA 270322 και Odeon CO 3540 – P.L. 68). Πρόκειται για το τραγούδι «Τζεμιλέ» σε μουσική του Θεόδωρου Παπαδόπουλου και στίχους του Τσάμα [Μίνωας Μάτσας], το οποίο ηχοχραφήθηκε στην Αθήνα το 1938 από τον Άλκη Παγώνη και το Τρίο Βοκάλ Παπαδόπουλου (Columbia Go 2603 – GA 1992). Εκτός από την ηχογράφηση της Birsen Alan, το τραγούδι "Zehra" εντοπίζεται σε δύο ακόμα εκτελέσεις στην τουρκόφωνη ιστορική δισκογραφία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1939 στην Κωνσταντινούπολη, από τη Seyyan Hanim (Sahibinin Sesi 0TB 1406-1 – AX 2190 και JO 271) και τη Bayan Hikmet (Columbia 17590).
Ογδόντα περίπου χρόνια αργότερα, το 2017, οι Taner Öngür & 43.75 θα κυκλοφορήσουν σε βινύλιο τον δίσκο "Elektrik Gramophon" (Tantana Records TNT 017), στον οποίο περιλαμβάνεται σε ορχηστρική μορφή η "Zehra".
Αναφορικά με τις ηχογραφήσεις του τραγουδιού στη σύγχρονη δισκογραφία, σημειώνουμε την ορχηστρική διασκευή «Ζεχρά» από το ελληνικό συγκρότημα "The Aqua Barons". Περιλαμβάνεται στο CD "Southeast Stompers" που ηχογραφήθηκε το 2016 στην Κόρινθο (Green Cookie Records - GC052). Επίσης, τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς το Antoine Karacostas Trio, με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής Antoine Karacostas στο πιάνο και τους Anders Ulrich (μπάσο) και Simon Bierner (ντραμς), θα ηχογραφήσει στο Aéroneff studio στο Παρίσι με τη συμμετοχή της Cybèle Costariadis στο τραγούδι τη "Zehra" [CD "Trails, Parallel Records (12) PR005].
Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.) δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Με την πάροδο των χρόνων, και όσο η δισκογραφική αγορά γίνεται πιο σύνθετη, χτίζονται εργοστάσια-παραρτήματα, σε όλες τις ηπείρους. Τα γραφεία αυτά τα αναλαμβάνουν τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι χαράσσουν σταδιακά δικές τους πολιτικές: αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αγορές τους. Η διαρκώς εξελισσόμενη δισκογραφική βιομηχανία δείχνει πως είναι κεντρομόλα: Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ακολουθούν τις πολιτικές που υπαγορεύονται κεντρικά, από τις διοικήσεις των εταιρειών και των θυγατρικών τους. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό νέους όρους και διά μέσω νέων ατραπών.
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Ευαγγέλου, Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ