ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΚΑΝΤΑΔΑ - ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κείμενο του Γιώργου Τσάμπρα
Στη μουσική των Επτανήσων, εντοπίζεται αρχικά η πρώτη σοβαρή προσπάθεια σύνδεσης δυτικών μουσικών στοιχείων με την ντόπια παράδοση. Ίσως είναι που εδώ, τα δυτικά στοιχεία εισέρχονται λιγότερο βιαστικά απ’ ότι στην κυρίως Ελλάδα. Βέβαια, στα Ενετοκρατούμενα Επτάνησα υπήρχαν περισσότερες και πιο οργανωμένες πιέσεις από τον καθολικισμό προκειμένου να προσηλυτίσει το λαό. Όμως αυτό μπορεί να λειτούργησε και αντίστροφα
...Η πιο αποτελεσματική αποκοπή από βασικά στοιχεία μιας εθνικής παράδοσης, αφήνει μικρότερα περιθώρια σύγχυσης. Η όποια καινούργια παράδοση, επιβάλλεται μέσα από συγκεκριμένα στοιχεία. Πολύ περισσότερο που στα Επτάνησα και η αστική τάξη ήταν διαμορφωμένη λιγότερο βίαια… Στα γράμματα και στις τέχνες, λοιπόν, δημιουργείται μια διαφορετική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία έχει επεξεργαστεί πολύ πιο αβίαστα τα νεοεισερχόμενα στοιχεία κι έχει ενσωματώσει και αρκετά ελληνικά, χωρίς να διατηρεί το έντονο σε άλλες περιπτώσεις σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην “Ευρώπη”. Η εν λόγω κίνηση ξεκινάει στη μουσική από λόγιους συνθέτες (Μάντζαρος, Καρρέρ) αλλά επεκτείνεται σιγά σιγά και στους λαϊκούς μουσικούς αποκτώντας μια πιο λιτή μορφή και καλύπτοντας κι άλλα θέματα πέρα από τα κατ’ εξοχήν πατριωτικά που απασχολούν τη δημιουργία των λογίων. Η καντάδα, το λαϊκό χορωδιακό τραγούδι το οποίο μέχρι την δισκογραφική καταγραφή του, χαρακτηρίζεται από τον αυτοσχεδιασμό στίχου, μουσικής και ερμηνείας, είναι το κατ’ εξοχήν είδος τραγουδιού που κυριαρχεί στο τέλος του 19ου αιώνα. Με αφετηρία την εμπειρία του επτανησιακού τραγουδιού και με δεδομένη την επικράτηση του δημοτικισμού, με λιγότερο βεβιασμένη πλέον αφομοίωση του ρομαντικού ιταλικού μπελκάντο, γεννιέται το λεγόμενο “αθηναϊκό” τραγούδι. Με ρομαντική διάθεση κι αυτό, δημιουργεί μελωδίες που ξεχειλίζουν από μελαγχολία και αντίστοιχες είναι και οι αναφορές των στίχων του. Μόνο που αυτή η μελαγχολία δεν έχει πια τα φανερά στοιχεία επιτήδευσης που χαρακτήριζε νωρίτερα το μελόδραμα. Δημιουργείται ένα κλίμα πιο “ανθρώπινης”, πιο αληθινής έκφρασης που ελκύει τον ακροατή, χωρίς να έχει να κάνει με την επιτήδευση του μελοδράματος.