Η κορυφαία μορφή του ευρύτερου χώρου του λαϊκού τραγουδιού, συνέβαλλε τα μέγιστα στην εξέλιξη, διάδοση και αποδοχή του ρεμπέτικου από το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού. Εμπνευσμένος συνθέτης, δημιούργησε όχι μόνο το μεγαλύτερο αριθμό τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα τις περισσότερες αποδεκτές επιτυχίες.
Στα νεανικά του χρόνια στα Τρίκαλα άρχισε να μαθαίνει βιολί και μεταξύ των ετών 1930-1932 το όνομά του εντοπίζεται σε τοπικές μουσικοθεατρικές εκδηλώσεις. Άρχισε να ασχολείται με το μπουζούκι μετατρέποντας μια μαντόλα του πατέρα του και από το 1933 φαίνεται ότι γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Το 1936 κι ενώ βρίσκεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, παίζοντας σε διάφορα στέκια της εποχής, γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον συστήνει στους υπεύθυνους της Odeon-Parlophon Μίνω Μάτσα και Σπύρο Περιστέρη. Το ταλέντο του γίνεται αμέσως αντιληπτό και το πρώτο τραγούδι του με τίτλο "Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε" ηχογραφείται στα τέλη του 1936. Μέχρι την εισβολή των Γερμανών, τον Απρίλιο του 1941, 100 περίπου τραγούδια του- μικρά αριστουργήματα τον κατοχυρώνουν ως τον παραγωγικότερο συνθέτη της περιόδου με διπλάσιο αριθμό τραγουδιών από τον αμέσως επόμενο. Είχε πλέον ανοίξει ο δρόμος για τη «τσιτσανική επικράτηση».
Επηρεάστηκε από τις παραδόσεις του δημοτικού τραγουδιού της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, από τα τραγούδια των προσφύγων της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα αλλά και από τις ηχογραφήσεις συνθετών όπως του Μάρκου Βαμβακάρη, Βαγγέλη Παπάζογλου, Κώστα Σκαρβέλη κ.ά. Ακολουθώντας μάλιστα τις επιλογές των δυο τελευταίων γράφει τραγούδια λαμβάνοντας υπόψη τις φωνές που θα τα ερμηνεύσουν.
Έγραψε 400 περίπου τραγούδια στις 78 στροφές και πάνω από 150 μετά το 1960.
Στη συνείδηση των Ελλήνων καταγράφεται ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του νεότερου ελληνισμού, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Γιάννης Τσαρούχης να δηλώσει το 1966 ότι «ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι η μόνη απόδειξη πως έχουμε πολιτισμό».
Tags: Ρεμπέτικο
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ