Γεννήθηκε στην Κρήτη και σπούδασε βιολί στα ωδεία των Αθηνών. Στα 1930 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια και αρχικά ίδρυσε σχολή βιολιού και πιάνου στην Ιμπραημία (περιοχή της πόλης). Οικογενειακοί όμως λόγοι τον ανάγκασαν να τη διαλύσει. Παράλληλα, εμφανιζόταν με τη σύζυγο του στο πιάνο στον κήπο του αλεξανδρινού "Petit Trianon". Σ' αυτόν τον κήπο λανσάρονταν πολλά τραγούδια και αρκετοί τραγουδιστές περάσαν από εκεί, όπως ο Βαγγέλης Κοντογιάννης, κ.ά. Ο Βάσος Σεϊτανίδης παρουσιάζοντάς τον σε σχετική τιμητική βραδιά στα 1948 τονίζει πως "ο Ιωαννίδης μ' όλο που 'χει σκορπίσει ωραίους πρωτότυπους τόνους στο ελαφρό τραγούδι, μας έχει χαρίσει δείγματα δυνατής κλασικής έμπνευσης που θα μιλούσε γι' αυτά και η πιο αυστηρή κριτική".
Κατά τη διάρκεια του πολέμου συμπράττει ως μαέστρος σε διάφορα μουσικά πολυσύχναστα κέντρα, ενώ διεύθυνε και ορχήστρες θεάτρων. Μετά τη συνταξιοδότηση του Σπύρου Παπασταθόπουλου, τον αντικατέστησε στη διδασκαλία μουσικής των αλεξανδρινών κοινοτικών ορφανοτροφείων και στα 1953 τον βρίσκουμε να διδάσκει στο Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, στο Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο Αρρένων και στις Πατριαρχικές Σχολές, ενώ στα 1957 ανέλαβε τη διεύθυνση του Παραρτήματος του Ωδείου Αθηνών.
Είχε συνθέσει μουσικά τραγούδια με ενορχήστρωση και για βιολί. Έγραψε οπερέτες που παίχτηκαν τον καιρό του πολέμου από μουσικά συγκροτήματα, όπως το "Ξανανθίζουν τα ρόδα" που ανέβασε στο θέατρο "Λούνα-Παρκ" η Σοφία Βέμπο με το θίασο της. Κάποια από τα τραγούδια που συνέθεσε είναι και τα εξής ταγκό : "Πρέπει να ζήσουμε", "Λίγη χαρά, λίγη συμπόνοια", "Μάνα μας γλυκιά", "Δεν ζηλεύω", "Για το χατίρι σου μεθώ", "Έλεγα πως θα συνηθίσω", "Αν μπορούσα", "Σαν κι αυτά τα μάτια δεν είδα πουθενά", κ.ά.
Αργότερα μετανάστευσε στην Αυστραλία, όπου και πέθανε.
Πηγές : Δ. Σεβαστοπούλου "Η Αλεξάνδρεια που φεύγει", Αλεξάνδρεια 1953, σ. 163 – Ευγ. Μιχαηλίδης "Βιβλιογραφία Ελλήνων Αιγυπτιωτών", Αλεξάνδρεια 1966, σ.σ. 313-315 – Αναμνήσεις Ευάγγελου Κολέτσου (3/1998) – Αιγυπτιώτικο Αρχείο Ν. Νικηταρίδη
Ν. Νικηταρίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ