Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Ο σκοπός που χρησιμοποιεί το ηχοποιητικό «τούντε» φαίνεται πως συνδέεται με την περιοχή της Βλαχίας και πως, ως λέξη, προέρχεται από την βλάχικη διάλεκτο. Στην ιστορική δισκογραφία, ο σκοπός δημιούργησε μια σημαντική παράδοση, προερχόμενη κυρίως από ελληνόφωνους πρωταγωνιστές, τόσο από τα λαϊκά ρεπερτόρια όσο και από τα λόγια. Οι εκτελέσεις αυτές προέρχονται από μια ακόμη μεγαλύτερη επιτελεστική παράδοση, ζωντανή ακόμη και σήμερα κυρίως στο δημοτικό ρεπερτόριο. Η επιτελεστική αυτή πραγματικότητα δημιούργησε ισχυρές οντότητες, οι οποίες φαίνεται πως επικοινωνούν με αυτήν του «τούντε». Αυτές, συνήθως, τιτλοφορούνται ως «Τσομπανόπουλο», «Λαγιαρνί», «Τσοπανάκος», «Σκάρος».
Το θέμα αποτέλεσε επίκεντρο μιας εξαιρετικής παρουσίασης του διάσημου συλλέκτη Martin Schwartz, στην σειρά διαλέξεων που διοργανώνει ο Joshua Horowitz με τίτλο “The Promiscuous World of Jewish Music Series”.
Ορισμένες ενδεικτικές ηχογραφήσεις από την ελληνική δισκογραφία είναι οι εξής:
- “Τούντε ψυχοκόρη”, Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα, Gramophone 2505h – 14644, Κωνσταντινούπολη, Οκτώβριος–Νοέμβριος 1904. Την ευθύνη της ηχογράφησης είχε ο ηχολήπτης W. Sinkler Darby
- “Τούντε τούντε”, Εστουδιαντίνα Σιδερή, Odeon CX 691 – No 31330, Κωνσταντινούπολη, 1906. Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, φαίνεται πως η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, όπου ακούγεται πιάνο (παρούσα ηχογράφηση)
- “Τούντε τούντε”, Κυριακούλα Αντωνοπούλου, Panhellenion Pan 447 – 4000, Αμερική, 1919
- “Τσοπανάκος ήμουνα”, Απόστολος Πρεδάρης, Polydor 4688 ar – V 45104, Αθήνα, 1927
- “Η νταντά”, Γιώργος Παπασιδέρης, Columbia CG 1028 – DG 6031, Αθήνα, 1934. Μία από τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στην ελληνική δισκογραφία, όπου ο στίχος μπορεί να λάβει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις, μία εξ αυτών και η σεξουαλικού χαρακτήρα.
Ο σκοπός, όμως, φαίνεται πως εισήχθη και στο klezmer/Yiddish ρεπερτόριο των Εβραίων που ζούσαν μαζικά στις περιοχές της Βλαχίας, οι οποίοι τον μετέφεραν και στην αμερικάνικη πραγματικότητα. Ορισμένες ενδεικτικές ηχογραφήσεις:
- “Tunda tunda” (Тунда Тунда), Aaron Lebedeff (Лебедевъ), Syrena 12548, 1912–1913 (βλ. πρώτο σχόλιο εδώ)
- “Tunda tunda” (Тунда Тунда), Orkiestr Stella (Оркестр Стелла), Stella Concert Record (Стелла Концертъ Рекордъ) 13055, 1912–1913
- “Er fort avek” (эр форт авек), Evokans State Jewish Choir Capella – Yegoshua Sheinin (Государственная еврейская хоровая капелла УССР Евоканс), Noginsk Plant ГРК 512 – 3278, Μόσχα, 1935
Η πρώτη ελληνική ηχογράφηση, ως “Τούντε ψυχοκόρη”, πιθανότατα, συμπεριλαμβανόταν στο δραματικό ειδύλλιο «Ψυχοκόρη» του ηθοποιού Ιωάννη Βότσαρη, σε τέσσερις πράξεις «μετ' ασμάτων εγχωρίων γλυκυτάτων», το οποίο βασιζόταν στο γερμανικό διήγημα “Almenrausch und Edelweiss”, του Hermann Schmid. Το έργο, το οποίο το 1909 κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Φέξη, παρουσιάστηκε από περιοδεύοντες θιάσους σε κέντρα του ελληνισμού όπως η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός και η Κύπρος. Αναφέρεται επίσης και με τους τίτλους «Ψυχοκόρη ή ο ληστής Γρικέλλας», «Ψυχοκόρη ή ο αρχιληστής Κρινέλλας» και «Ο λήσταρχος Κρικέλας ή η Ψυχοκόρη». Σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης, το 1895 παρουσιάστηκε στο θέατρο Ωδείον (πρώην Βέρδη) στην Κωνσταντινούπολη από τον «Πανελλήνιο Δραματικό Θίασο Αλεξιάδου – Παντοπούλου».
Αναφέρει επίσης ο Παναγιώτης Κουνάδης (2000: 361): «Πρόκειται για μια σειρά γνωστών και αγνώστων τραγουδιών, δημοτικών, λαϊκών και ελαφρών που συμπεριλαμβάνονται στο δραματικό ειδύλλιο "Ψυχοκόρη", το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Χρήστος Σολομωνίδης στο βιβλίο του "Το θέατρο στη Σμύρνη 1657-1922, ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη το 1903 από τον "θίασο Βονασέρα" στο "θέατρο της Προκυμαίας". Το έργο επανέρχεται το 1907 από τον ελληνικό θίασο του Γεννάδη στο θέατρο "Παρθενών" της Σμύρνης και το 1915 από τον θίασο Μέρτικα».
Εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο Aaron Lebedeff, ο ερμηνευτής της εβραϊκής εκδοχής του τραγουδιού για λογαριασμό της Syrena, υπήρξε ένας εκ των διασημότερων πρωταγωνιστών του Yiddish θεάτρου (μουσικού και μη), και ότι έζησε και περιπλανήθηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός σε διάφορα μέρη κυρίως της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, πριν μεταναστεύσει στην Αμερική περίπου το 1920, τότε είναι πιθανόν να άκουσε τον σκοπό, στην συγκεκριμένη μορφή, παρακολουθώντας μία από τις παραστάσεις της «Ψυχοκόρης».
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης & Νίκος Ορδουλίδης
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Kοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».
Ο σκοπός που χρησιμοποιεί το ηχοποιητικό «τούντε» φαίνεται πως συνδέεται με την περιοχή της Βλαχίας και πως, ως λέξη, προέρχεται από την βλάχικη διάλεκτο. Στην ιστορική δισκογραφία, ο σκοπός δημιούργησε μια σημαντική παράδοση, προερχόμενη κυρίως από ελληνόφωνους πρωταγωνιστές, τόσο από τα λαϊκά ρεπερτόρια όσο και από τα λόγια. Οι εκτελέσεις αυτές προέρχονται από μια ακόμη μεγαλύτερη επιτελεστική παράδοση, ζωντανή ακόμη και σήμερα κυρίως στο δημοτικό ρεπερτόριο. Η επιτελεστική αυτή πραγματικότητα δημιούργησε ισχυρές οντότητες, οι οποίες φαίνεται πως επικοινωνούν με αυτήν του «τούντε». Αυτές, συνήθως, τιτλοφορούνται ως «Τσομπανόπουλο», «Λαγιαρνί», «Τσοπανάκος», «Σκάρος».
Το θέμα αποτέλεσε επίκεντρο μιας εξαιρετικής παρουσίασης του διάσημου συλλέκτη Martin Schwartz, στην σειρά διαλέξεων που διοργανώνει ο Joshua Horowitz με τίτλο “The Promiscuous World of Jewish Music Series”.
Ορισμένες ενδεικτικές ηχογραφήσεις από την ελληνική δισκογραφία είναι οι εξής:
- “Τούντε ψυχοκόρη”, Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα, Gramophone 2505h – 14644, Κωνσταντινούπολη, Οκτώβριος–Νοέμβριος 1904. Την ευθύνη της ηχογράφησης είχε ο ηχολήπτης W. Sinkler Darby
- “Τούντε τούντε”, Εστουδιαντίνα Σιδερή, Odeon CX 691 – No 31330, Κωνσταντινούπολη, 1906. Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα στην ελληνική ιστορική δισκογραφία, φαίνεται πως η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, όπου ακούγεται πιάνο (παρούσα ηχογράφηση)
- “Τούντε τούντε”, Κυριακούλα Αντωνοπούλου, Panhellenion Pan 447 – 4000, Αμερική, 1919
- “Τσοπανάκος ήμουνα”, Απόστολος Πρεδάρης, Polydor 4688 ar – V 45104, Αθήνα, 1927
- “Η νταντά”, Γιώργος Παπασιδέρης, Columbia CG 1028 – DG 6031, Αθήνα, 1934. Μία από τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στην ελληνική δισκογραφία, όπου ο στίχος μπορεί να λάβει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις, μία εξ αυτών και η σεξουαλικού χαρακτήρα.
Ο σκοπός, όμως, φαίνεται πως εισήχθη και στο klezmer/Yiddish ρεπερτόριο των Εβραίων που ζούσαν μαζικά στις περιοχές της Βλαχίας, οι οποίοι τον μετέφεραν και στην αμερικάνικη πραγματικότητα. Ορισμένες ενδεικτικές ηχογραφήσεις:
- “Tunda tunda” (Тунда Тунда), Aaron Lebedeff (Лебедевъ), Syrena 12548, 1912–1913 (βλ. πρώτο σχόλιο εδώ)
- “Tunda tunda” (Тунда Тунда), Orkiestr Stella (Оркестр Стелла), Stella Concert Record (Стелла Концертъ Рекордъ) 13055, 1912–1913
- “Er fort avek” (эр форт авек), Evokans State Jewish Choir Capella – Yegoshua Sheinin (Государственная еврейская хоровая капелла УССР Евоканс), Noginsk Plant ГРК 512 – 3278, Μόσχα, 1935
Η πρώτη ελληνική ηχογράφηση, ως “Τούντε ψυχοκόρη”, πιθανότατα, συμπεριλαμβανόταν στο δραματικό ειδύλλιο «Ψυχοκόρη» του ηθοποιού Ιωάννη Βότσαρη, σε τέσσερις πράξεις «μετ' ασμάτων εγχωρίων γλυκυτάτων», το οποίο βασιζόταν στο γερμανικό διήγημα “Almenrausch und Edelweiss”, του Hermann Schmid. Το έργο, το οποίο το 1909 κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Φέξη, παρουσιάστηκε από περιοδεύοντες θιάσους σε κέντρα του ελληνισμού όπως η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός και η Κύπρος. Αναφέρεται επίσης και με τους τίτλους «Ψυχοκόρη ή ο ληστής Γρικέλλας», «Ψυχοκόρη ή ο αρχιληστής Κρινέλλας» και «Ο λήσταρχος Κρικέλας ή η Ψυχοκόρη». Σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης, το 1895 παρουσιάστηκε στο θέατρο Ωδείον (πρώην Βέρδη) στην Κωνσταντινούπολη από τον «Πανελλήνιο Δραματικό Θίασο Αλεξιάδου – Παντοπούλου».
Αναφέρει επίσης ο Παναγιώτης Κουνάδης (2000: 361): «Πρόκειται για μια σειρά γνωστών και αγνώστων τραγουδιών, δημοτικών, λαϊκών και ελαφρών που συμπεριλαμβάνονται στο δραματικό ειδύλλιο "Ψυχοκόρη", το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει ο Χρήστος Σολομωνίδης στο βιβλίο του "Το θέατρο στη Σμύρνη 1657-1922, ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη το 1903 από τον "θίασο Βονασέρα" στο "θέατρο της Προκυμαίας". Το έργο επανέρχεται το 1907 από τον ελληνικό θίασο του Γεννάδη στο θέατρο "Παρθενών" της Σμύρνης και το 1915 από τον θίασο Μέρτικα».
Εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο Aaron Lebedeff, ο ερμηνευτής της εβραϊκής εκδοχής του τραγουδιού για λογαριασμό της Syrena, υπήρξε ένας εκ των διασημότερων πρωταγωνιστών του Yiddish θεάτρου (μουσικού και μη), και ότι έζησε και περιπλανήθηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός σε διάφορα μέρη κυρίως της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, πριν μεταναστεύσει στην Αμερική περίπου το 1920, τότε είναι πιθανόν να άκουσε τον σκοπό, στην συγκεκριμένη μορφή, παρακολουθώντας μία από τις παραστάσεις της «Ψυχοκόρης».
Ο συγκρητισμός που παρατηρείται στις μουσικές πραγματώσεις των περιοχών όπου έζησαν και ηχογράφησαν Έλληνες, κυρίως στο κομμάτι των λαϊκών παραδόσεων, είναι μνημειώδης. Μία ακρόαση της ιστορικής δισκογραφίας, η οποία ξεκινάει στη Νέα Υόρκη, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη από το 1900, είναι αρκετή. Ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτού του συγκρητισμού αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι αποτελούν βασικούς αγωγούς στην ανεπανάληπτη σε ποικιλία πολιτισμική παρακαταθήκη του ελληνόφωνου κόσμου. Δανείζονται και δανείζουν, αλλά και κουβαλούν πιο μακρινές παραδόσεις από τα μέρη που ζούσαν προηγουμένως και τους τόπους που ταξίδεψαν. Αποτελούν κεντρικούς συνομιλητές στην ελληνική και την οθωμανική οικουμένη, μαζί με τουρκόφωνους μουσουλμάνους, ορθόδοξους αλλά και καθολικούς ελληνόφωνους και Αρμένηδες, προτεστάντες λεβαντίνους, Ευρωπαίους και Αμερικάνους, και συνθέτουν ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από ετερογενή αλλά αλληλοπεριχωρητικά παλίμψηστα: μία δεξαμενή στην οποία ο καθένας προσθέτει και από την οποία ο καθένας λαμβάνει.
Οι πηγές μαρτυρούν την διαχρονική ύπαρξη εβραϊκού στοιχείου τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές που χιλιετίες αργότερα σχημάτισαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313 μ.Χ. και την σταδιακή χριστιανοποίηση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, το εβραϊκό στοιχείο βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Οι εβραϊκοί πληθυσμοί που είναι εδραιωμένοι από τότε στα εν λόγω εδάφη είναι γνωστοί ως «ρωμανιώτες» (Ρώμη – Ρωμιός). Το ιστορικό γεωγραφικό κέντρο αναφοράς τους είναι τα Γιάννινα, και μιλούν την ελληνική με ποικίλες γλωσσικές μείξεις. Μετά το 1492, και το «Διάταγμα της Αλάμπρας» των Ισπανών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, όσοι Εβραίοι δεν αποδέχτηκαν να ασπαστούν τον χριστιανισμό αποπέμφθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο. Πρόκειται για τους «Σεφαραδίτες», μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές εθνοπολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις (Sepharad στα εβραϊκά κείμενα αναφέρεται ως η περιοχή της σημερινής Ισπανίας). Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία προορισμού αυτής της μετακίνησης, καθώς οι δεσμοί με την πόλη ήταν παλαιότεροι και ήδη στενοί. Εκτός του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Έλληνες Εβραίοι στα μουσικά τεκταινόμενα της ελληνικής χερσονήσου, σημαντικές υπήρξαν και οι αλληλο-επιρροές μεταξύ των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους εβραίους στο θρήσκευμα, σε διάφορες άλλες περιοχές όπου οι δύο κοινότητες έζησαν μαζί. Όπως για παράδειγμα στην Οδησσό με τους ανατολικούς Ασκενάζι, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ομιλούν την Yiddish, μια ιδιότυπη σημιτικοποιημένη-σλαβοποιημένη γλώσσα (το Βασίλειο του Ashkenaz, απογόνου του Νώε, είναι συνδεδεμένο στα εβραϊκά κείμενα με τα βόρειο-ανατολικά ευρωπαϊκά εδάφη). Το ορχηστρικό τους ρεπερτόριο συχνά καλείται klezmer. Πέραν, δηλαδή, των γεωγραφικών ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οι πολιτισμικές συνομιλίες μεταξύ ελληνορθοδόξων και Εβραίων αφορούν και άλλα σημεία του κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου αντάμωσαν ως μετανάστες.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης & Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ