Μουρμούρικο

Αναφορικά με τις εμφανίσεις της λέξης μουρμούρης και των παραγώγων της στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών, σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 11: 17-18):

«Μουρμούρης: η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα μορμύρω, που σημαίνει μουρμουρίζω όπως το νερό που τρέχει.
Στα νεότερα λεξικά δίνονται και άλλες ερμηνείες που μπορούν να συσχετιστούν με διαμαρτυρία και παράπονο.
Επίσης, μιλώ χαμηλόφωνα, ψυθυριστά, για να μην καταλαβαίνουν τι λέω.
Σχετικές λέξεις: μουρμούρα, μουρμουράω, μουρμούρης, μουρμουρητό, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, μουρμουριστός.

Την πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή που σχετίζεται με τα ρεμπέτικα μας δίνει ο Δημ. Ι. Αρχιγένης:

"...με τα κουσούρια, καυγατζήδες, μπελαλήδες, ξεππασμένοι. Τσοι λέγανε «μουρμούρηδοι». Ήτανε κι αυτοί αληθινοί νταήδες. Άμα τσοι πείραζες κι αυτοί σε σκοτώνανε, σου δίνανε όμως αφορμή, πράγμα που τσοι ξεχώριζε απτσοι κυμπαρονταήδες...".

Ο όρος αυτός εντάχτηκε σχετικά πρόσφατα στο λεξιλόγιο του ρεμπέτικου, πιθανώς από τον Ηλία Πετροπούλο.

Πρόσθετες πληροφορίες μας δίνει ο Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης:

"Οι Νταήδες ή Μουρμουρισμένοι της Σμύρνης αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία Ρωμιών παλληκαράδων, με καρδιά που 'το έλεγε' και που ήσαν έτοιμοι να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για μικροπαρεξήγηση - δεν δεχόντουσαν, κατά σμυρνέϊκη έκφραση, 'ούτε μυίγα στο σπαθί τους' - ή για γυναικοδουλιές, ή ακόμη για εθνισμό. Οι περισσότεροί τους ήσαν μικροεπαγγελματίες -  κουρείς καφφετζήδες κ.ά. - ή και χωρίς επάγγελμα, και ριχνόντουσαν σε περιπέτειες, που κά­ποτε στοίχιζαν τη ζωή τους, 'εργαζόμενο', είτε από φιλό­τιμο, είτε από χρηματικό συμφέρον ή και όλως αφιλοκερ­δώς… Κρατούσαν πάντα πάνω τους πιστόλι (ρεβόλβερ) και μαχαίρι, με την ανοχή της τουρκικής αστυνομίας. Η αστυνομία, μάλιστα, επειδή την βοηθούσαν στην καταδίωξη κακούργων, είχε, κατά κανόνα, αγαθές μαζί τους σχέσεις. Οι Σμυρναίοι, άλλοι μεν τους φοβόντουσαν και τους ενίσχυαν οικονομικά για νάχουν την «εύνοιά» τους, άλλοι δε τους εθαύμαζαν για την παλληκαριά και τη λεβεντιά τους. Σμυρναϊκή εφημερίς ειρωνευόμενη τα προνόμια, που σιωπηρά τους είχε δώσει η αστυνομία, και το θαυμασμό, που έχαιραν από το κοινό, έγραψε το Μάιο του 1880 τα ακόλουθα:

'Οι Μουρμουριασμένοι είναι ως φαίνεται, διάδοχοι των πάλαι ποτε διαλαμψάντων Ότουζμπίριδων και διά τούτο χαίρουσι πλείστων όσων προνομίων και αποτελούσιν, ούτως ειπείν, την βασιλικήν φρουράν ή την Λεγεώνα της Τιμής της πόλεώς μας! Τα προνόμια ων χαίρουσιν ούτοι κατέστησαν επίζηλον την θέσιν των, και το όνομα Μουρμουρισμένου προκαλεί τον σεβασμόν εκάστου και προφέρεται πανταχού μετά μεγίστης ευλαβείας. Ουδόλως παράδοξον είναι ότι πολλοί θα επεθύμουν να λάβουν τον επίζηλον τίτλον του Μουρμου­ρισμένου ίνα χαρούν τα προνόμια άτινα συνεπάγεται ούτος και να καμαρώσουν όταν διερχόμενοι, ακούουν τους διαβάτας να λέγουν ότι αυτός είναι Μουρμουρισμένος'.

Στο ρεμπέτικο εμφανίζεται σε δέκα τραγούδια».

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Οργανικό
Τραγουδιστές:
Οργανικό
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μπουζούκι (Χαλικιάς Ιωάννης [Γρηγορίου Τζακ])
Χρονολογία ηχογράφησης:
1933
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Χορός / Ρυθμός:
Ζεϊμπέκικος
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
56327-F
Αριθμός μήτρας:
W 206603
Διάρκεια:
4:26
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_56327_MourmourikoZeibekiko
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Μουρμούρικο", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4152

Αναφορικά με τις εμφανίσεις της λέξης μουρμούρης και των παραγώγων της στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών, σημειώνει ο Παναγιώτης Κουνάδης (2010, 11: 17-18):

«Μουρμούρης: η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα μορμύρω, που σημαίνει μουρμουρίζω όπως το νερό που τρέχει.
Στα νεότερα λεξικά δίνονται και άλλες ερμηνείες που μπορούν να συσχετιστούν με διαμαρτυρία και παράπονο.
Επίσης, μιλώ χαμηλόφωνα, ψυθυριστά, για να μην καταλαβαίνουν τι λέω.
Σχετικές λέξεις: μουρμούρα, μουρμουράω, μουρμούρης, μουρμουρητό, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, μουρμουριστός.

Την πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή που σχετίζεται με τα ρεμπέτικα μας δίνει ο Δημ. Ι. Αρχιγένης:

"...με τα κουσούρια, καυγατζήδες, μπελαλήδες, ξεππασμένοι. Τσοι λέγανε «μουρμούρηδοι». Ήτανε κι αυτοί αληθινοί νταήδες. Άμα τσοι πείραζες κι αυτοί σε σκοτώνανε, σου δίνανε όμως αφορμή, πράγμα που τσοι ξεχώριζε απτσοι κυμπαρονταήδες...".

Ο όρος αυτός εντάχτηκε σχετικά πρόσφατα στο λεξιλόγιο του ρεμπέτικου, πιθανώς από τον Ηλία Πετροπούλο.

Πρόσθετες πληροφορίες μας δίνει ο Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης:

"Οι Νταήδες ή Μουρμουρισμένοι της Σμύρνης αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία Ρωμιών παλληκαράδων, με καρδιά που 'το έλεγε' και που ήσαν έτοιμοι να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για μικροπαρεξήγηση - δεν δεχόντουσαν, κατά σμυρνέϊκη έκφραση, 'ούτε μυίγα στο σπαθί τους' - ή για γυναικοδουλιές, ή ακόμη για εθνισμό. Οι περισσότεροί τους ήσαν μικροεπαγγελματίες -  κουρείς καφφετζήδες κ.ά. - ή και χωρίς επάγγελμα, και ριχνόντουσαν σε περιπέτειες, που κά­ποτε στοίχιζαν τη ζωή τους, 'εργαζόμενο', είτε από φιλό­τιμο, είτε από χρηματικό συμφέρον ή και όλως αφιλοκερ­δώς… Κρατούσαν πάντα πάνω τους πιστόλι (ρεβόλβερ) και μαχαίρι, με την ανοχή της τουρκικής αστυνομίας. Η αστυνομία, μάλιστα, επειδή την βοηθούσαν στην καταδίωξη κακούργων, είχε, κατά κανόνα, αγαθές μαζί τους σχέσεις. Οι Σμυρναίοι, άλλοι μεν τους φοβόντουσαν και τους ενίσχυαν οικονομικά για νάχουν την «εύνοιά» τους, άλλοι δε τους εθαύμαζαν για την παλληκαριά και τη λεβεντιά τους. Σμυρναϊκή εφημερίς ειρωνευόμενη τα προνόμια, που σιωπηρά τους είχε δώσει η αστυνομία, και το θαυμασμό, που έχαιραν από το κοινό, έγραψε το Μάιο του 1880 τα ακόλουθα:

'Οι Μουρμουριασμένοι είναι ως φαίνεται, διάδοχοι των πάλαι ποτε διαλαμψάντων Ότουζμπίριδων και διά τούτο χαίρουσι πλείστων όσων προνομίων και αποτελούσιν, ούτως ειπείν, την βασιλικήν φρουράν ή την Λεγεώνα της Τιμής της πόλεώς μας! Τα προνόμια ων χαίρουσιν ούτοι κατέστησαν επίζηλον την θέσιν των, και το όνομα Μουρμουρισμένου προκαλεί τον σεβασμόν εκάστου και προφέρεται πανταχού μετά μεγίστης ευλαβείας. Ουδόλως παράδοξον είναι ότι πολλοί θα επεθύμουν να λάβουν τον επίζηλον τίτλον του Μουρμου­ρισμένου ίνα χαρούν τα προνόμια άτινα συνεπάγεται ούτος και να καμαρώσουν όταν διερχόμενοι, ακούουν τους διαβάτας να λέγουν ότι αυτός είναι Μουρμουρισμένος'.

Στο ρεμπέτικο εμφανίζεται σε δέκα τραγούδια».

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Οργανικό
Τραγουδιστές:
Οργανικό
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Μπουζούκι (Χαλικιάς Ιωάννης [Γρηγορίου Τζακ])
Χρονολογία ηχογράφησης:
1933
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Χορός / Ρυθμός:
Ζεϊμπέκικος
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
56327-F
Αριθμός μήτρας:
W 206603
Διάρκεια:
4:26
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_56327_MourmourikoZeibekiko
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Μουρμούρικο", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4152

Δείτε επίσης