Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων πέρασε από αμέτρητα στάδια, χρησιμοποιώντας πλείστα όσα μέσα και πρακτικές. Αναμφισβήτητα, η γραφή –με όποιον τρόπο και αν αυτή μεταμορφώθηκε– αποτέλεσε ορόσημο για το, κρίσιμο για την ανθρωπότητα, επίπεδο της υποστασιοποίησης της πληροφορίας. Στον κόσμο της νεωτερικότητας, στα μισά περίπου του 19ου αιώνα, η επιστολική μορφή επικοινωνίας απέκτησε ένα νέο μέσο, το οποίο θα άλλαζε άρδην το ύφος της αποστολής γραπτών μηνυμάτων: τις καρτ-ποστάλ. Την ιδιοσυστασία τους ορίζει η τυπωμένη εικόνα, η οποία λειτουργεί ως συνοδευτικό «δώρο» του χειρόγραφου μηνύματος του αποστολέα. Δεν είναι, δε, λίγες οι περιπτώσεις, που η ίδια η εικόνα συνιστά και το ίδιο το μήνυμα, μιας και πλείστες όσες καρτ-ποστάλ στάλθηκαν χωρίς ιδιόχειρη σημείωση. Η επίσημη πρώτη του νέου αυτού μέσου λαμβάνει χώρα στην αρτισύστατη Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, στην 1η Οκτωβρίου του 1869, και σταδιακά αποκτά μια πρωτόγνωρη δημοφιλία: όλοι θέλουν να στείλουν σε κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο μια εικόνα, την οποία οι ίδιοι ξεδιάλεξαν. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, η δισκογραφία, το ραδιόφωνο, η φωτογραφία, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους. Αυτό ακριβώς το πλαίσιο επιτρέπει στις καρτ-ποστάλ να ακμάσουν· αυτή είναι η «χρυσή τους εποχή». Καταλυτική, για την διευκόλυνση της παγκόσμιας διακίνησής τους, αποτέλεσε η σύσταση της «Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης». Στις 9 Οκτωβρίου του 1874, η Συνθήκη της Βέρνης θέσπισε την αποστολή και παράδοση της αλληλογραφίας, μεταξύ των μελών της.
Οι συνεχείς εξελίξεις στην τεχνολογία του νέου μέσου στόχευαν στην ευχρηστία και την ελκυστικότητα του προϊόντος, με σκοπό την απεύθυνσή του σε ολοένα και ευρύτερο κοινό. Οι πρώτες καρτ-ποστάλ ήταν μικρού μεγέθους και δεν έφεραν εικόνες. Παρόλα αυτά, το βολικό μέγεθός τους, το ανθεκτικό υλικό χαρτονιού, και η ενσωμάτωση του κόστους γραμματοσήμου στην τιμή αγοράς τους, αποτέλεσαν καινοτόμα για την εποχή χαρακτηριστικά που αναβάθμιζαν την ποιότητα επικοινωνίας. Η μία τους πλευρά προορίζονταν για την αναγραφή του μηνύματος, ενώ η άλλη για τα στοιχεία αποστολής. Σύντομα, όμως, κάνει την εμφάνισή της η εικόνα, αυξάνοντας δραματικά την ζήτησή τους. Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας από τη δεκαετία του 1830, καθιστά την «πραγματική» εικόνα περιζήτητη. Οι καρτ-ποστάλ εισέρχονται δυναμικά σε ένα παγκόσμιο δίκτυο διανομής και γίνονται αρωγός στη διακίνηση της εικόνας, η οποία μνημειώνει το «τοπικό», μεταφέροντας τις συνδεδεμένες με αυτό κοινωνικές αναπαραστάσεις όσο γίνεται πιο μακριά του. Αφήνει –αν όχι επιζητεί– χώρο για την ενεργοποίηση του φαντασιακού από την πλευρά του παραλήπτη.
Η καρτ-ποστάλ, φέρει τη δίγλωσση λεζάντα «ΣΤΑΔΙΟΝ» / “STADION”. Το Παναθηναϊκό Στάδιο, γνωστό και ως «Καλλιμάρμαρο», χτίζεται με βάση τα σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (Ernst Ziller). Με βάση την επίσημη ιστοσελίδα του Παναθηναϊκού Σταδίου (βλ. εδώ) και την ιστοσελίδα ΟΔΥΣΣΕΥΣ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (βλ. εδώ), γύρω στο 330 π.Χ., στο ίδιο σημείο είχε κατασκευαστεί ένα Στάδιο, το οποίο φιλοξενούσε σημαντικά αθλητικά δρώμενα. Το 140-144 μ.Χ. ο Ηρώδης Αττικός το ανακαινίζει και το επεκτείνει. Κατά τον Μεσαίωνα εγκαταλείπεται και υποκύπτει στην φθορά του χρόνου.
Τμήματα του σταδίου, που κατάφεραν να διασωθούν, στάθηκαν η αφορμή, το 1869-1970 και με χρηματοδότηση του Βασιλιά Γεώργιου του Α’, ο Τσίλλερ να ξεκινήσει ανασκαφές και την εκ νέου σχεδίαση του σταδίου όπως, κατά την άποψή του, ήταν στο παρελθόν. Εντέλει, το έργο υλοποιείται 20 χρόνια μετά, με αφορμή τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργανώθηκαν σε διεθνές επίπεδο το 1896. Για συμβολικούς λόγους, η Ελλάδα επιλέγεται να είναι η πρώτη που θα τους φιλοξενήσει. Μία από τις προτεραιότητες που τέθηκαν ήταν και η κατασκευή αθλητικών χώρων. Με έντονους τους συμβολισμούς, το Στάδιο αυτό επιλέγεται ως ο κυριότερος αθλητικός χώρος. Ο Γεώργιος Αβέρωφ, μέγας χορηγός των Αγώνων, ήταν αυτός που χρηματοδότησε την ανακατασκευή του. Η Επιτροπή Αγώνων, θέλοντας να αποδώσει τιμές στον ευεργέτη, ανήγειρε τον ανδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε στην είσοδο του Σταδίου. Αν και ο χώρος λειτούργησε κατά τους Α’ Σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το έργο ολοκληρώθηκε συνολικά το 1904 για να υποδεχθεί με τιμές, το 1906, τους Β’ Ολυμπιακούς Αγώνες». Υπεύθυνος για τα σχέδια του Σταδίου, ακολουθώντας αυτά του Τσίλλερ, ήταν ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Μεταξάς.
Στην παρούσα καρτ-ποστάλ απεικονίζεται ένα στιγμιότυπο, είτε από τους πρώτους είτε από τους δεύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ενδεχομένως να πρόκειται για τους πρώτους, μιας και το έργο ακόμα δεν φαίνεται ολοκληρωμένο (βλ. συγκριτικά εδώ).
Η φωτογραφία είναι επεξεργασμένη σε σέπια και στο κάτω και δεξιά μέρος της εικόνας, στην μπροστά/recto πλευρά, υπάρχει κενό, στο οποίο αναγράφεται η λεζάντα/τίτλος. Στο verso δεν υπάρχει διαχωρισμός της κάρτας, αλλά διακρίνονται διακεκομμένες γραμμές αποκλειστικά για την συμπλήρωση της διεύθυνσης. Εκεί αναγράφεται: «Αυτή η πλευρά προορίζεται αποκλειστικά για τη διεύθυνση» (“Ce côté est exclusivement réservé à l'adresse”).
Η καρτ-ποστάλ δεν φέρει χειρόγραφο κείμενο, παρά μόνο τα στοιχεία αποστολής, τα οποία είναι στα γαλλικά. Στο verso υπάρχουν δύο σφραγίδες και δύο γραμματόσημα. Η μία εκ των δύο σφραγίδων είναι της άφιξης. Από την σφραγίδα αποστολής προκύπτει ότι αυτή έγινε από την Αθήνα, όμως λόγω της κακής της κατάστασης δεν διακρίνεται η χρονολογία. Παρ’ όλα αυτά, στην σφραγίδα άφιξης γράφει 1903, οπότε υποθέτουμε ότι αυτό είναι και το έτος αποστολής. Τόπος αποστολής ήταν η Κωνσταντινούπολη. Τα δύο ελληνικά γραμματόσημα κόστισαν συνολικά 10 λεπτά. Μία περίπτωση που επιβεβαιώνει τη δύναμη της εικόνας, υποκαθιστώντας το μήνυμα του αποστολέα.
Έρευνα και κείμενο: Δώρα Σπετσιώτου
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ