Part of the content is temporarily available only in Greek
Αναφέρει ο Παναγιώτης Κουνάδης για το τραγούδι (2010, 2: 49):
«Μοναδική παρουσία στη δισκογραφία αυτού του «περίεργου» χασικλίδικου ρεμπέτικου που θέτει το ζήτημα της παρουσίας των γυναικών στους τεκέδες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον "Μπουφετζή", του Γιώργου Μπάτη, όπου φαντάζεται "να ’ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν αργιλέδες".
Στο βιβλίο του αρχιτέκτονα Πάνου Ν. Τζελέπη "Στον καιρό των Σουλτάνων" γίνεται εκτεταμένη περιγραφή ενός τεκέ και συγκεκριμένα του χώρου και της διακόσμησής του, του τρόπου λειτουργίας του και της τελετής της χασισοποτίας. Στον τεκέ του Χατζη-Μηνά λοιπόν, τον καλύτερο από τους τεκέδες της Πόλης, αποδεικνύεται ότι ούτε κατά διάνοια δεν επιτρεπόταν η παρουσία των γυναικών. Παραθέτουμε ένα ξεχωριστό στιγμιότυπο που αναφέρεται στη μουσική που ακουγόταν σε αυτό χώρο: «Οι ιστορίες έδιναν αιτία ν’ ακουστούν μαζί και ποιήματα, καθώς και κανένα σιγανό τραγούδι. Ο Χατζής, τότες, σα να θυμώτανε ξαφνικά τη μαγεία της μουσικής –που τη λάτρευε σαν το χασίς– ξεκρέμαζε το μπουζούκι και το ντέφι και τα εμπιστευότανε σε χέρια που ήξαιραν να βγάλουνε απ’ αυτά τα «τσαλγκιά» απ’ αυτά τα –λαλούμενα– λογής σκοπούς, πότε γιομάτους νοσταλγικό μεράκι, πότε σπιθάτη αλεγρία και κέφι, μα πιο πολύ ακόρδα έντεχνα και υποβλητικά για ν’ ακομπανιάρουν τον καλλίφωνο τραγουδιστή που διάλεγε ο Γέρος.
Φωνή και τέχνη του «χανεντέ» ζωντάνευαν παθητικά «γκαζέλια», νοσταλγικούς μανέδες, μελωδικά «σαρκιά», και χάριζαν στους χασικλήδες την υπέρτατη αγαλλίαση που δονούσε και γαλήνευε συνάμα όλες τις ίνες ψυχής και κορμιού. Η φωνή του τραγουδιστή υψωνόταν μεστή μα απαλή –το ίδιο και οι νότες του ακομπανιαμέντου με τα όργανα– καθώς κ’ οι φωνές των χασικλήδων που λαβαίνανε μέρος όταν το τραγούδι απαιτούσε συνοδεία λιγόφωνης χορωδίας, και όχι με αγριοφωνάρες όπως γινόταν σε άλλα ανάλογα κέντρα. Όλοι σέβονταν τη γαλήνη που βασίλευε μέσα ’κείνο το μοναδικό τους καταφύγιο και ήξαιρε ο Χατζή-Μηνάς να την επιβάλλει σαν κάτι ιερό. Όταν τελείωνε το τραγούδι, τα τσαλγκιά γυρνούσανε το σκοπό σε χορευτικό, με βαρύ κι’ αρρενωπό ρυθμό, του ζεϊμπέκικου, κι’ όχι τσιφτε-τέλια ή καρσιλαμάδες...».
Αναφέρει ο Παναγιώτης Κουνάδης για το τραγούδι (2010, 2: 49):
«Μοναδική παρουσία στη δισκογραφία αυτού του «περίεργου» χασικλίδικου ρεμπέτικου που θέτει το ζήτημα της παρουσίας των γυναικών στους τεκέδες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον "Μπουφετζή", του Γιώργου Μπάτη, όπου φαντάζεται "να ’ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν αργιλέδες".
Στο βιβλίο του αρχιτέκτονα Πάνου Ν. Τζελέπη "Στον καιρό των Σουλτάνων" γίνεται εκτεταμένη περιγραφή ενός τεκέ και συγκεκριμένα του χώρου και της διακόσμησής του, του τρόπου λειτουργίας του και της τελετής της χασισοποτίας. Στον τεκέ του Χατζη-Μηνά λοιπόν, τον καλύτερο από τους τεκέδες της Πόλης, αποδεικνύεται ότι ούτε κατά διάνοια δεν επιτρεπόταν η παρουσία των γυναικών. Παραθέτουμε ένα ξεχωριστό στιγμιότυπο που αναφέρεται στη μουσική που ακουγόταν σε αυτό χώρο: «Οι ιστορίες έδιναν αιτία ν’ ακουστούν μαζί και ποιήματα, καθώς και κανένα σιγανό τραγούδι. Ο Χατζής, τότες, σα να θυμώτανε ξαφνικά τη μαγεία της μουσικής –που τη λάτρευε σαν το χασίς– ξεκρέμαζε το μπουζούκι και το ντέφι και τα εμπιστευότανε σε χέρια που ήξαιραν να βγάλουνε απ’ αυτά τα «τσαλγκιά» απ’ αυτά τα –λαλούμενα– λογής σκοπούς, πότε γιομάτους νοσταλγικό μεράκι, πότε σπιθάτη αλεγρία και κέφι, μα πιο πολύ ακόρδα έντεχνα και υποβλητικά για ν’ ακομπανιάρουν τον καλλίφωνο τραγουδιστή που διάλεγε ο Γέρος.
Φωνή και τέχνη του «χανεντέ» ζωντάνευαν παθητικά «γκαζέλια», νοσταλγικούς μανέδες, μελωδικά «σαρκιά», και χάριζαν στους χασικλήδες την υπέρτατη αγαλλίαση που δονούσε και γαλήνευε συνάμα όλες τις ίνες ψυχής και κορμιού. Η φωνή του τραγουδιστή υψωνόταν μεστή μα απαλή –το ίδιο και οι νότες του ακομπανιαμέντου με τα όργανα– καθώς κ’ οι φωνές των χασικλήδων που λαβαίνανε μέρος όταν το τραγούδι απαιτούσε συνοδεία λιγόφωνης χορωδίας, και όχι με αγριοφωνάρες όπως γινόταν σε άλλα ανάλογα κέντρα. Όλοι σέβονταν τη γαλήνη που βασίλευε μέσα ’κείνο το μοναδικό τους καταφύγιο και ήξαιρε ο Χατζή-Μηνάς να την επιβάλλει σαν κάτι ιερό. Όταν τελείωνε το τραγούδι, τα τσαλγκιά γυρνούσανε το σκοπό σε χορευτικό, με βαρύ κι’ αρρενωπό ρυθμό, του ζεϊμπέκικου, κι’ όχι τσιφτε-τέλια ή καρσιλαμάδες...».
© 2019 KOUNADIS ARCHIVE