Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία


Κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, Μουσικολόγου, Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ο τίτλος της συλλογής «Κοσμοπολιτισμός στην ελληνική ιστορική δισκογραφία» περιλαμβάνει ένα ικανό σώμα ηχογραφημάτων με ελληνικό στίχο. Χαρακτηριστικό τους είναι οι μεγαλύτερες ή μικρότερες ομοιότητες που έχουν με αντίστοιχα ξενόγλωσσα, τα οποία προέρχονται από ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα. Το σώμα αυτό συμπληρώνεται από έναν σημαντικό αριθμό οργανικών κομματιών, που είναι ηχογραφημένα από ελληνόφωνους μουσικούς, και τα οποία εμφανίζουν επίσης ομοιότητα με αντίστοιχα άλλων προελεύσεων.

Στην δισκογραφική βιομηχανία, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτονόητη αυτή την διασύνδεση των ηχογραφημάτων, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης νέων δικτύων διάχυσης της μουσικής, τα οποία διεμβολίζουν τις πάσης φύσεως τοπικότητες. Είναι δεδομένο, ότι σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση αυτή παίζει το γεγονός ότι οι ίδιες εταιρείες ηχογραφούν παντού, και η κάθε μια τους είναι ενήμερη για την παραγωγή των άλλων. Η Gramophone για παράδειγμα είναι στις αρχές του 20ού αι. η εταιρεία μέσω της οποίας προβάλλεται η Victor στην Ευρώπη.

Σε αυτή την πρώτη ιστορική φάση της προπολεμικής δισκογραφίας, δεν μπορούμε ωστόσο να εκλάβουμε ως εξίσου αυτονόητη την πρόσβαση των μουσικών και του κοινού στα συγκεκριμένα δίκτυα διάχυσης. Με άλλα λόγια, ναι μεν η κάθε εταιρεία δραστηριοποιείται σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό πεδίο και στη συνέχεια συγκεντρώνει στην έδρα της ένα πλήθος ηχογραφημάτων, αυτό δεν σημαίνει δε πως όλα τα ηχογραφήματα διακινούνται αμέσως και οριζοντίως. Μια προσεκτική ματιά στο τεκμηρωτικό υλικό δείχνει ότι η πολιτική των εταιρειών είναι να στοχεύουν πρωτίστως το κοινό του τόπου από τον οποίο προέρχεται το ηχογράφημα. Ο τόπος αυτός φυσικά δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά, αλλά συμβολικά: είναι το «οικοσύστημα» που διαμορφώνουν εντόπιοι ή μετανάστες καθώς συσπειρώνονται με βάση τις γλώσσες, τις θρησκείες, τις πολιτισμικές πρακτικές, τις κουλτούρες.

Η χαρτογράφηση των δικτύων διάχυσης αναδεικνύει ως σημαντικούς κόμβους και τις έδρες της δισκογραφικής βιομηχανίας. Αυτοί είναι και πάλι τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου, σε αντίθεση με την πολιτισμική καθαρότητα που θα διεκδικηθεί αργότερα από το έθνος-κράτος, η σύνθεση του πληθυσμού χαρακτηρίζεται από πολυπολιτισμικότητα. Από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και μετά οι εμπορικές συναλλαγές επιτείνουν την ανθρώπινη κινητικότητα, ευνοώντας την κυκλοφορία πολιτισμικών στοιχείων. Ο κοσμοπολιτισμός που προκύπτει συνδέεται με την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ιεραρχία και αποτελεί δείκτη εξευρωπαϊσμού. Στην πραγματικότητα, ο δυτικός κόσμος συνέχει το ιδιαίτερο πνεύμα συγκρητισμού αξιών και αγαθών, που συγκροτεί την ποικιλότητα των πόλεων πριν από τα έθνη-κράτη. Στην βάση της ποικιλότητας αυτής βρίσκεται η πολυγλωσσία, και προπαντός η ζωντανή εμπειρία κοινωνίας με διαφορετικές πολιτισμικές πρακτικές. Για όσους δεν μπορούν να συμμετέχουν στην συνθήκη αυτή, συγκροτείται ένας τρόπον τινά φαντασιακός κοσμοπολιτισμός, που υποκαθιστά το βίωμα με την εξ αποστάσεως μετοχή, μέσω των οπτικών και ηχητικών αφηγημάτων. Δεν είναι τυχαία η εξαιρετική δημοφιλία των δίσκων όσο και των καρτ ποστάλ, ούτε η πρωτοφανής ώσμωση ανάμεσα σε είδη που μοιάζουν κοινωνιολογικά περιγεγραμμένα, όπως η οπερέτα, και το ευρωπαϊκό δημοφιλές ελαφρό τραγούδι από τη μια και οι λαϊκές μουσικές παραδόσεις από την άλλη. Αυτός ο «λανθάνων» κοσμοπολιτισμός συμμετέχει εξίσου, αν όχι περισσότερο, στην διαμόρφωση των δικτύων διάχυσης των ηχογραφημάτων, που έρχονται να δώσουν μια αντικειμενική, πραγματιστική υπόσταση στην φευγαλέα, αλλά τόσο ελκυστική, διαλεκτική της οικειότητας και της ετερότητας.

Στα δίκτυα της νοτιοανατολικής περιφέρειας της κεντρικής Ευρώπης, ο κοσμοπολιτισμός χρωματίζεται λιγότερο από τον εξευρωπαϊσμό, και περισσότερο από την τεράστια δυναμική που εκπέμπεται από μια πληθωρική δεξαμενή λαϊκών μουσικών παραδόσεων. Όσο το «εθνικό» αίτημα δεν έχει ακόμα εμφανιστεί στο προσκήνιο, τα χαρακτηριστικά του διαφοροποιούνται, στο βαθμό που οι ιεραρχίες είναι διαρκώς αναδιαπραγματεύσιμες και οι συνομιλίες αβίαστες: κοσμοπολιτισμός σημαίνει τότε ενσυναίσθηση, μίξη παραδόσεων (τοπικών, εθνοτικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, μουσικών…) που αλληλοδιαπερνώνται και αναμειγνύονται, με βάση κάθε φορά τις ιστορικές συγκυρίες, αλλά και τις καλλιτεχνικές δυναμικές.

Μέσα στο πνεύμα αυτό, μακριά από το μεταγενέστερο αίτημα υπεράσπισης της εθνικής τους ταυτότητας, τα ελληνικού ενδιαφέροντος ηχογραφήματα της παρούσας συλλογής αποτελούν «ενσταντανέ» μετασχηματισμών, που παράγουν διαρκώς νέες εκδοχές έργων παλιών και «απεδαφοποιημένων». Αυτά δεν διαθέτουν κάποια «αρχετυπική» υπόσταση, αλλά μας φανερώνονται μέσα από τις νέες τους κάθε φορά ζωές, μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο, με πραγματικές ή φαντασιακές αναφορές σε κάποιο αναγνωρίσιμο ιστορικό, γεωγραφικό ή γλωσσικό στίγμα. Κάποιες από τις νέες αυτές ζωές αναδεικνύονται μακροβιότερες και επιδραστικότερες, και τότε προσφέρονται ιδιαίτερα για τις ρητορικές της εθνικής ταυτότητας, που συχνά αναγορεύουν ως αρχέτυπα αυτά που είναι κατ’ εξοχήν μετασχηματισμοί, αγνοώντας την κοσμοπολίτικη φύση και προπαντός την οικουμενική τους εμβέλεια. Τραγούδια όπως ο «Καροτσέρης», το «Τικ-τακ», το «Δε σε θέλω πιά» και η «Πριγκηπέσσα» αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.