Με την ανακάλυψη του φωνογράφου, για πρώτη φορά στην ιστορία της μουσικής η μέχρι τότε φευγαλέα εντύπωση της κάθε εκτέλεσης αποτυπώνεται σε υλικό μέσο, παγιώνεται και μπορεί να επαναληφθεί άπειρες φορές. Η δισκογραφία και η εφαρμογή της ως μέσου διάδοσης της μουσικής μπαίνει από τις αρχές του 20ού αιώνα δυναμικά στο πεδίο της μουσικής εμπειρίας και της διασκέδασης. Θέτει νέα δεδομένα στην προφορική παράδοση, στον τρόπο διασκέδασης και στη μεταφορά από γενιά σε γενιά της μουσικής εμπειρίας και γνώσης, υποκαθιστώντας πολλές φορές την παρουσία μουσικών, ενώ διευρύνει τους ορίζοντες επιλογών και διαμορφώνει αισθητικές. Ίσως μπορούμε να διακρίνουμε αρκετές αναλογίες με τις επιπτώσεις που είχε η εισαγωγή της τυπογραφίας στη διακίνηση των ιδεών.
Ως μέσο, αυτό καθαυτό, επηρεάζει και τροποποιεί την ανθρώπινη συνείδηση και κοινωνία, ανεξάρτητα από τα μηνύματα που μεταβιβάζει. Δημιουργεί νέους τρόπους σκέψεις και διαμεσολαβεί μεταξύ ατομικής και συλλογικής ύπαρξης, ενώ μέσα από μηχανισμούς ανάδρασης λειτουργεί ως εργαλείο στη συγκρότηση της ίδιας της σκέψης.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του γραμμοφώνου, η σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοδιαμόρφωσης δισκογραφίας-προφορικής παράδοσης φαίνεται να κλίνει υπέρ της πρώτης. Αν και η δισκογραφία αντλεί το υλικό της συνήθως από την προϋπάρχουσα συλλογική μνήμη (όταν πρόκειται για παραδοσιακή μουσική), τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι επιλογές των ερμηνευτών, μέσα από τη διάδοση των δίσκων, επηρεάζουν και διαμορφώνουν την εξέλιξη και την αισθητική της, συμβάλλοντας ταυτόχρονα με καθοριστικό τρόπο στη δημιουργία ενός πανελλήνιου ρεπερτορίου. Σκοποί και τραγούδια επιστρέφουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, φιλτραρισμένα και επεξεργασμένα, και μαζί με άλλα «νέας κοπής» διαχέονται και δημιουργούν μια δευτερογενή προφορική παράδοση. Έτσι, δεν είναι άγνωστο φαινόμενο να καταγράφονται ως «αυθεντικά», «παραδοσιακά» και «διά στόματος λαού» τα όσα μουσικοί και τραγουδιστές, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, είχαν ακούσει και είχαν μάθει από τις πλάκες του γραμμοφώνου. Με αυτό ως δεδομένο, η δισκογραφία των 78 στροφών δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται απλά ως «εμπορική» αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία από τις βασικές συνιστώσες στη διαμόρφωση μουσικών και τραγουδιστών, και στην περίπτωσή μας στη συγκρότηση της νεοελληνικής μουσικής σκηνής, στην εξέλιξη της «παράδοσης» και στο μετασχηματισμό των μουσικών πρακτικών του 20ού αιώνα.
Επιπλέον, ο κάθε δίσκος 78 στροφών, αν και αποτελεί προϊόν μαζικής παραγωγής, «κουβαλάει» τη δική του ιστορία, η οποία έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στα ίχνη της χρήσης των προηγούμενων ιδιοκτητών που είχαν διασκεδάσει και είχαν χορέψει μ’ αυτόν. Γι’ αυτό ποτέ δεν είναι ίδιος με έναν άλλον που περιέχει το ίδιο τραγούδι, έστω κι αν εκ πρώτης όψεως φαίνονται όμοιοι. Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που οι δίσκοι 78 στροφών αποτελούν πράγματι «συλλεκτικά» αντικείμενα, φορείς μοναδικών στιγμών ενός μουσικού πολιτισμού του παρελθόντος, και χάρη σ’ αυτούς μπορούμε να κοινωνήσουμε με ήχους και μουσικές που έγραψαν ιστορία και που θα είχαν ξεχαστεί για πάντα.
Νίκος Διονυσόπουλος
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ