Part of the content is temporarily available only in Greek
Ανατύπωση στις 18.10.1933 στις ΗΠΑ από τον δίσκο Parlophone B-21674-ΙI με αριθμό μήτρας 101322-2.
Σχολιάζοντας το τραγούδι αναφέρει η Αλεξάνδρα Καρίνα (βλ. "Επαγγέλματα και ονόματα γυναικών ως έμφυλες αναπαραστάσεις στο αστικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι", Διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγική Σχολή, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη, Μάιος 2018, σελ. 84-86): «Το Γίνομαι Άντρας, είναι μάλλον το πιο έκδηλο ρεμπέτικο τραγούδι σχετικά με την ομοφυλοφιλία.
Παρουσιάζει μία λεσβία γυναίκα που έχει φίλη-γυναίκα, αλλά και μεταμφίεση με ανδρική ενδυμασία με πιστόλι και κάμα.
Είναι γραμμένο το 1933 από τον Π. Τούντα. Έχει χαθεί η ιστορική ακρίβεια για το αν αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο και σε ποιο.
Ωστόσο παρουσιάζεται ως ένα άτομο με ανδρική νοοτροπία που εκμεταλλεύεται την ερωτική σύντροφο, κι έχω γκόμενα μια δούλα και της τα ‘χω πάρει ούλα. Επίσης, παρουσιάζει ανδρική συμπεριφορά γλεντώντας στον τεκέ με τους άλλους άνδρες Στον τεκέ όταν θα πάω, όλους τους στραβοκοιτάω, και μου λεν’, καλώς τ’ αδέρφι, τράβα μια να κάνει κέφι, κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια.
Στην τρίτη στροφή, παρουσιάζεται ένα σκηνικό, όπου δεν είναι σαφές αν είναι σκηνή αποδοχής ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Μα ένα βράδυ μαζευτήκαν κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα.
Ο Π. Σαββόπουλος αναφέρει τη σκηνή αυτή ως αποδοχή, που αντί να τη «συγυρίσουν» για την προσβολή που «καμώνεται» τον άνδρα, θα σχολιάζανε πολλοί άνδρες μελετητές του ρεμπέτικου, την πήραν με τις αγκαλιές και τα σορόπια, και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα. Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι στο τραγούδι, με τη σπαραχτική και καθηλωτική φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ που δε σηκώνει αμφιβολίες, η ηρωίδα μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Υποδηλώνεται μία ισχυρή συνειδησιακή ταυτότητα, ίσως ακόμη να μπορούμε να μιλήσουμε και για ηρωίδα στο Ρεμπέτικο. Παρόλα αυτά η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της τσαχπίνα, σαν εμένανε, τσαχπίνα, μία προσφώνηση που εγείρει ερωτήματα για το αν δίνεται, τότε ή σήμερα στις λεσβίες και κάτω από ποιες συνθήκες. Όλη η έκφραση Σαν εμένανε, τσαχπίνα, δεν έχ’ άλλη στην Αθήνα, δηλώνει τη σπανιότητα, αλλά και την ομορφιά αυτού του νέου κατασκευασμένου φύλου.
Η φεμινιστική θεωρία και ανθρωπολογία διαμορφώθηκε και συνέβαλε με τις μαρξιστικές και τις συμβολιστικές (ερμηνευτικές και δομιστικές) προσεγγίσεις, δίνοντας έμφαση είτε στις συμβολικές σημασιοδοτήσεις και ιεραρχήσεις των γυναικών και των γυναικείων δραστηριοτήτων, είτε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των γυναικών στις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις παραγωγής.
Έτσι, από την δεκαετία του 1970 είχε επικρατήσει η παραδοχή πως το κοινωνικό φύλο αποτελεί την πολιτισμική κατασκευή του βιολογικού φύλου, δηλαδή, των βιολογικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Στα πλαίσια αυτής της εννοιολόγησης, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ανθρωπολογικό και φεμινιστικό ενδιαφέρον είχε συγκεντρωθεί στον όρο «κοινωνικό φύλο», θεωρώντας τη βιολογική διαφορά ως δεδομένη, αντίληψη που ήταν σύμφωνη με τον Καρτεσιανό δυϊσμό της δυτικο-ευρωπαϊκής σκέψης και της σχετικής διαίρεσης των επιστημονικών πειθαρχιών σε φυσικές/βιολογικές και κοινωνικές.
Στα πλαίσια ευρύτερων θεωρητικών επεξεργασιών και μετατοπίσεων, με την επίδραση της σκέψης του Foucault, της θεωρίας των «ομιλιακών ενεργημάτων» του Austin, της πραξιακής θεώρησης και του μεταδομισμού, τέθηκε εκ νέου το πρόβλημα του τρόπου και του χαρακτήρα της συσχέτισης μεταξύ των συμβολικών μορφών και κατηγοριών και των κοινωνικών πρακτικών. Η γενική απάντηση που δόθηκε ήταν πως το φύλο, όπως και οποιαδήποτε άλλη συμβολική κατηγορία, συγκροτείται μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής πρακτικής ή επιτέλεσης, οπότε δεν αποτελεί μια σταθερή συνιστώσα της κοινωνίας ή του υποκειμένου, αλλά υπόκειται διαρκώς σε μια δυνατότητα αλλαγής ή αναίρεσης.
Η κοινωνική κατασκευή του φύλου αποτελεί λειτουργία αυτών των κατηγοριών που παράγουν, ορίζουν και οργανώνουν συσχετιστικά τα διακριτικά γνωρίσματα του ανδρικού και του γυναικείου, βιολογικά, ανατομικά, σωματικά, συμπεριφορικά και χωροταξικά, και με τον τρόπο αυτό ορίζουν και κυρώνουν συμβολικά τις ορατές –τις συμβολικά αναγνωρισμένες και αναγνωρίσιμες–διαφορές μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, που συγκροτούν και τις διακριτές ταυτότητές τους.
Η Butler, από την οπτική μιας ριζοσπαστικής μεταδομιστικής προσέγγισης, ασκεί κριτική σε προηγούμενες κονστρουκτιβιστικές εννοιολογήσεις του φύλου: η θεωρία της επιτελεστικότητας δεν θεωρεί το υποκείμενο αποκλειστικά ούτε ως παράγωγο ούτε ως παραγωγό της υποκειμενικής έμφυλης ταυτότητας, ως αυτό που είτε προηγείται (ως αίτιο) είτε έπεται (ως αιτιατό) χρονικά της κατασκευής, αλλά στρέφεται στην χρονικότητα, στην χρονική διάσταση της ίδιας της κατασκευής, η οποία νοείται ως διαδικασία εντός και μέσω της οποίας συγκροτείται, παράγεται και αναδύεται το υποκείμενο, μια διαδικασία ιστορικά, πολιτισμικά και πολιτικά τοποθετημένη και μεσολαβημένη.
Η Butler –σε συμφωνία με τον Bourdieu– επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποια προγλωσσική, προκοινωνική πραγματικότητα, κάποιο «αντικείμενο» αποκαθαρμένο και ανεξάρτητο από τις κατηγορίες μέσω των οποίων αυτό γίνεται αντιληπτό και από τις λογοθετικές πρακτικές που το οροθετούν και το σημασιοδοτούν.
Το Φύλο, λοιπόν, αποτελεί μια αυθαίρετη πολιτισμική σύμβαση, μια πολιτισμικά προσδιορισμένη κατασκευή, η οποία μέσω της συγκεκριμένης οροθέτησης και της συναφούς κοινωνικής της χρήσης καθίσταται κανονιστική, καθότι ορίζει και παράγει μια σειρά από εγκλεισμούς και αποκλεισμούς, συνιστά ένα σύστημα δυνατοτήτων γνώσης και δράσης.
Έχει, ρυθμιστική ισχύ, μια δύναμη να παράγει, δηλαδή να οροθετεί, να διαφοροποιεί, να θέτει σε κυκλοφορία και να σημασιοδοτεί, τα σώματα που ελέγχει. Μέσω της ρυθμιστικής, αποκλειστικής αυτής οροθέτησης το κανονιστικό πρότυπο του φύλο ορίζει, τουτέστιν επιβάλλει, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και τις ίδιες τις πρακτικές πραγμάτωσης, επιτέλεσής του, μέσω των οποίων επανεπιβεβαιώνεται.
Η Butler, όπως κι ο Bourdieu, θεωρεί πως τα υποκείμενα καθίστανται τα ίδια συνένοχα στην υποτέλειά τους, καθότι συγκροτούνται ως τέτοια, προσκτούν το Είναι τους, μέσω μιας επιβεβλημένης παραπομπής και επανεπιβεβαίωσης της εξουσίας, ως παραγωγικό αποτέλεσμα της ίδιας της εξουσίας».
Ανατύπωση στις 18.10.1933 στις ΗΠΑ από τον δίσκο Parlophone B-21674-ΙI με αριθμό μήτρας 101322-2.
Σχολιάζοντας το τραγούδι αναφέρει η Αλεξάνδρα Καρίνα (βλ. "Επαγγέλματα και ονόματα γυναικών ως έμφυλες αναπαραστάσεις στο αστικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι", Διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγική Σχολή, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη, Μάιος 2018, σελ. 84-86): «Το Γίνομαι Άντρας, είναι μάλλον το πιο έκδηλο ρεμπέτικο τραγούδι σχετικά με την ομοφυλοφιλία.
Παρουσιάζει μία λεσβία γυναίκα που έχει φίλη-γυναίκα, αλλά και μεταμφίεση με ανδρική ενδυμασία με πιστόλι και κάμα.
Είναι γραμμένο το 1933 από τον Π. Τούντα. Έχει χαθεί η ιστορική ακρίβεια για το αν αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο και σε ποιο.
Ωστόσο παρουσιάζεται ως ένα άτομο με ανδρική νοοτροπία που εκμεταλλεύεται την ερωτική σύντροφο, κι έχω γκόμενα μια δούλα και της τα ‘χω πάρει ούλα. Επίσης, παρουσιάζει ανδρική συμπεριφορά γλεντώντας στον τεκέ με τους άλλους άνδρες Στον τεκέ όταν θα πάω, όλους τους στραβοκοιτάω, και μου λεν’, καλώς τ’ αδέρφι, τράβα μια να κάνει κέφι, κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια.
Στην τρίτη στροφή, παρουσιάζεται ένα σκηνικό, όπου δεν είναι σαφές αν είναι σκηνή αποδοχής ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Μα ένα βράδυ μαζευτήκαν κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα.
Ο Π. Σαββόπουλος αναφέρει τη σκηνή αυτή ως αποδοχή, που αντί να τη «συγυρίσουν» για την προσβολή που «καμώνεται» τον άνδρα, θα σχολιάζανε πολλοί άνδρες μελετητές του ρεμπέτικου, την πήραν με τις αγκαλιές και τα σορόπια, και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια, και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα. Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι στο τραγούδι, με τη σπαραχτική και καθηλωτική φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ που δε σηκώνει αμφιβολίες, η ηρωίδα μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Υποδηλώνεται μία ισχυρή συνειδησιακή ταυτότητα, ίσως ακόμη να μπορούμε να μιλήσουμε και για ηρωίδα στο Ρεμπέτικο. Παρόλα αυτά η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της τσαχπίνα, σαν εμένανε, τσαχπίνα, μία προσφώνηση που εγείρει ερωτήματα για το αν δίνεται, τότε ή σήμερα στις λεσβίες και κάτω από ποιες συνθήκες. Όλη η έκφραση Σαν εμένανε, τσαχπίνα, δεν έχ’ άλλη στην Αθήνα, δηλώνει τη σπανιότητα, αλλά και την ομορφιά αυτού του νέου κατασκευασμένου φύλου.
Η φεμινιστική θεωρία και ανθρωπολογία διαμορφώθηκε και συνέβαλε με τις μαρξιστικές και τις συμβολιστικές (ερμηνευτικές και δομιστικές) προσεγγίσεις, δίνοντας έμφαση είτε στις συμβολικές σημασιοδοτήσεις και ιεραρχήσεις των γυναικών και των γυναικείων δραστηριοτήτων, είτε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των γυναικών στις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις παραγωγής.
Έτσι, από την δεκαετία του 1970 είχε επικρατήσει η παραδοχή πως το κοινωνικό φύλο αποτελεί την πολιτισμική κατασκευή του βιολογικού φύλου, δηλαδή, των βιολογικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Στα πλαίσια αυτής της εννοιολόγησης, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ανθρωπολογικό και φεμινιστικό ενδιαφέρον είχε συγκεντρωθεί στον όρο «κοινωνικό φύλο», θεωρώντας τη βιολογική διαφορά ως δεδομένη, αντίληψη που ήταν σύμφωνη με τον Καρτεσιανό δυϊσμό της δυτικο-ευρωπαϊκής σκέψης και της σχετικής διαίρεσης των επιστημονικών πειθαρχιών σε φυσικές/βιολογικές και κοινωνικές.
Στα πλαίσια ευρύτερων θεωρητικών επεξεργασιών και μετατοπίσεων, με την επίδραση της σκέψης του Foucault, της θεωρίας των «ομιλιακών ενεργημάτων» του Austin, της πραξιακής θεώρησης και του μεταδομισμού, τέθηκε εκ νέου το πρόβλημα του τρόπου και του χαρακτήρα της συσχέτισης μεταξύ των συμβολικών μορφών και κατηγοριών και των κοινωνικών πρακτικών. Η γενική απάντηση που δόθηκε ήταν πως το φύλο, όπως και οποιαδήποτε άλλη συμβολική κατηγορία, συγκροτείται μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής πρακτικής ή επιτέλεσης, οπότε δεν αποτελεί μια σταθερή συνιστώσα της κοινωνίας ή του υποκειμένου, αλλά υπόκειται διαρκώς σε μια δυνατότητα αλλαγής ή αναίρεσης.
Η κοινωνική κατασκευή του φύλου αποτελεί λειτουργία αυτών των κατηγοριών που παράγουν, ορίζουν και οργανώνουν συσχετιστικά τα διακριτικά γνωρίσματα του ανδρικού και του γυναικείου, βιολογικά, ανατομικά, σωματικά, συμπεριφορικά και χωροταξικά, και με τον τρόπο αυτό ορίζουν και κυρώνουν συμβολικά τις ορατές –τις συμβολικά αναγνωρισμένες και αναγνωρίσιμες–διαφορές μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, που συγκροτούν και τις διακριτές ταυτότητές τους.
Η Butler, από την οπτική μιας ριζοσπαστικής μεταδομιστικής προσέγγισης, ασκεί κριτική σε προηγούμενες κονστρουκτιβιστικές εννοιολογήσεις του φύλου: η θεωρία της επιτελεστικότητας δεν θεωρεί το υποκείμενο αποκλειστικά ούτε ως παράγωγο ούτε ως παραγωγό της υποκειμενικής έμφυλης ταυτότητας, ως αυτό που είτε προηγείται (ως αίτιο) είτε έπεται (ως αιτιατό) χρονικά της κατασκευής, αλλά στρέφεται στην χρονικότητα, στην χρονική διάσταση της ίδιας της κατασκευής, η οποία νοείται ως διαδικασία εντός και μέσω της οποίας συγκροτείται, παράγεται και αναδύεται το υποκείμενο, μια διαδικασία ιστορικά, πολιτισμικά και πολιτικά τοποθετημένη και μεσολαβημένη.
Η Butler –σε συμφωνία με τον Bourdieu– επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποια προγλωσσική, προκοινωνική πραγματικότητα, κάποιο «αντικείμενο» αποκαθαρμένο και ανεξάρτητο από τις κατηγορίες μέσω των οποίων αυτό γίνεται αντιληπτό και από τις λογοθετικές πρακτικές που το οροθετούν και το σημασιοδοτούν.
Το Φύλο, λοιπόν, αποτελεί μια αυθαίρετη πολιτισμική σύμβαση, μια πολιτισμικά προσδιορισμένη κατασκευή, η οποία μέσω της συγκεκριμένης οροθέτησης και της συναφούς κοινωνικής της χρήσης καθίσταται κανονιστική, καθότι ορίζει και παράγει μια σειρά από εγκλεισμούς και αποκλεισμούς, συνιστά ένα σύστημα δυνατοτήτων γνώσης και δράσης.
Έχει, ρυθμιστική ισχύ, μια δύναμη να παράγει, δηλαδή να οροθετεί, να διαφοροποιεί, να θέτει σε κυκλοφορία και να σημασιοδοτεί, τα σώματα που ελέγχει. Μέσω της ρυθμιστικής, αποκλειστικής αυτής οροθέτησης το κανονιστικό πρότυπο του φύλο ορίζει, τουτέστιν επιβάλλει, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και τις ίδιες τις πρακτικές πραγμάτωσης, επιτέλεσής του, μέσω των οποίων επανεπιβεβαιώνεται.
Η Butler, όπως κι ο Bourdieu, θεωρεί πως τα υποκείμενα καθίστανται τα ίδια συνένοχα στην υποτέλειά τους, καθότι συγκροτούνται ως τέτοια, προσκτούν το Είναι τους, μέσω μιας επιβεβλημένης παραπομπής και επανεπιβεβαίωσης της εξουσίας, ως παραγωγικό αποτέλεσμα της ίδιας της εξουσίας».
© 2019 KOUNADIS ARCHIVE