Part of the content is temporarily available only in Greek
Αναφέρει ο Γιάννης Παπαγεωργίου στη διπλωματική του εργασία "Κώστας Σκαρβέλης: καταγραφή και ανάλυση του έργου του" (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσικές Τέχνες, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017) αναλύοντας το τραγούδι: "Μια κιθάρα, ένα βιολί, ένα μαντολίνο και μια μαντόλα (ή μπάντζο), αποτελούν την ορχήστρα της ηχογράφησης, η οποία έγινε το 1934 για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και στην οποία ο Σκαρβέλης, εκείνη την εποχή, είχε παράλληλα το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Ακόμη, στην ηχογράφηση ακούγεται σε κάποια σημεία κι ένα μεταλλικό κρουστό. Μουσικολογικά, το τραγούδι έχει ως τονικό κέντρο τη νότα λα, ενώ σε ότι αφορά τις μελωδικές του γραμμές, το κομμάτι 'περνάει' συνολικά από τρεις δρόμους, το νιαβέντ, το σεγκιάχ και το νικρίζ. Η ρυθμική αγωγή που ακολουθεί είναι ο χασάπικος ρυθμός (2/4), ενώ στο τέλος του τραγουδιού, ο Σκαρβέλης εισάγει ένα θέμα ορχηστρικό, στο οποίο αυξάνεται η ταχύτητα του κομματιού μέχρι και το φινάλε.
Το τραγούδι ξεκινάει με την εισαγωγή, σε δρόμο νιαβέντ, με το βιολί και το μαντολίνο, ενώ η μαντόλα ακολουθεί, μια οκτάβα χαμηλότερα. Η εισαγωγή ακολουθεί μια συμμετρία καθώς διαρκεί 16 μέτρα και αποτελείται από πολλές αξίες δεκάτων έκτων, που κινούνται με βηματική ή ποικιλματική κίνηση. Στη μέση της εισαγωγή, το βιολί κάνει παύση, και στο 9ο έως 12ο μέτρο, η μαντόλα κάνει δεύτερη φωνή στο κεντρική μελωδία που παίζει το μαντολίνο. Απ' το 17ο μέτρο μπαίνουν τα λόγια του κομματιού. Η μαντόλα έχει παύση, ενώ τα άλλα δύο σολιστικά όργανα ακολουθούν τη φωνή, κάτι σύνηθες στα τραγούδια του Κωνσταντινουπολίτη τραγουδοποιού. Στο 25ο μέτρο γίνεται μια μετατροπία μέσω του δεύτερου τετραχόρδου της κλίμακας, πηγαίνοντας στο δρόμο του σεγκιάχ. Αυτό συμβαίνει μέχρι το 39ο μέτρο, όπου η μελωδία επιστρέφει στο λα νιαβέντ, μέσω μιας ρε# ντιμινουίτας. Χαρακτηριστική, στο σημείο αυτό, είναι η ανάλυση της ντιμινουίτας και στη συνέχεια το αρπέζ στην τονική, από τη μαντόλα. Μέχρι το 46ο μέτρο, το κομμάτι επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές. Αφού ολοκληρωθεί και η τρίτη στροφή, ακολουθεί ένα ορχηστρικό μέρος σε γρήγορο ρυθμό δύο τετάρτων (2/4). Εκτός των δύο πρώτων μέτρων που υπάρχει η συγχορδία της λα ματζόρε, το οργανικό κομμάτι αρχίζει και τελειώνει στο δρόμο του νικρίζ.
Συνοδευτικά, η κιθάρα συνοδεύει τη μελωδία με τη χρήση κάθετων συγχορδιών και σε πολλά σημεία ενισχύει τη μελωδία παίζοντας ταυτοφωνία ολόκληρες φράσεις, σε χαμηλότερη οκτάβα (π.χ. 3ο-6ο μέτρο). Αρκετές φορές, ο Σκαρβέλης κάνει χρήση της δεύτερης αναστροφής στην πέμπτη βαθμίδα, δημιουργώντας συχνά το σι-μι-λα στα μπάσα της κιθάρας. Επίσης, πολλές φορές, κι ενώ έχει την επιλογή της χαμηλής μι σαν ανοιχτή τελευταία χορδή, προτιμάει να παίζει τη μι στο δεύτερο τάστο της τρίτης χορδής της κιθάρας".
Tags: 1930s, Recordings in Athens, Rebetiko, Chasapiko, Columbia (GR)
Αναφέρει ο Γιάννης Παπαγεωργίου στη διπλωματική του εργασία "Κώστας Σκαρβέλης: καταγραφή και ανάλυση του έργου του" (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσικές Τέχνες, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017) αναλύοντας το τραγούδι: "Μια κιθάρα, ένα βιολί, ένα μαντολίνο και μια μαντόλα (ή μπάντζο), αποτελούν την ορχήστρα της ηχογράφησης, η οποία έγινε το 1934 για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και στην οποία ο Σκαρβέλης, εκείνη την εποχή, είχε παράλληλα το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Ακόμη, στην ηχογράφηση ακούγεται σε κάποια σημεία κι ένα μεταλλικό κρουστό. Μουσικολογικά, το τραγούδι έχει ως τονικό κέντρο τη νότα λα, ενώ σε ότι αφορά τις μελωδικές του γραμμές, το κομμάτι 'περνάει' συνολικά από τρεις δρόμους, το νιαβέντ, το σεγκιάχ και το νικρίζ. Η ρυθμική αγωγή που ακολουθεί είναι ο χασάπικος ρυθμός (2/4), ενώ στο τέλος του τραγουδιού, ο Σκαρβέλης εισάγει ένα θέμα ορχηστρικό, στο οποίο αυξάνεται η ταχύτητα του κομματιού μέχρι και το φινάλε.
Το τραγούδι ξεκινάει με την εισαγωγή, σε δρόμο νιαβέντ, με το βιολί και το μαντολίνο, ενώ η μαντόλα ακολουθεί, μια οκτάβα χαμηλότερα. Η εισαγωγή ακολουθεί μια συμμετρία καθώς διαρκεί 16 μέτρα και αποτελείται από πολλές αξίες δεκάτων έκτων, που κινούνται με βηματική ή ποικιλματική κίνηση. Στη μέση της εισαγωγή, το βιολί κάνει παύση, και στο 9ο έως 12ο μέτρο, η μαντόλα κάνει δεύτερη φωνή στο κεντρική μελωδία που παίζει το μαντολίνο. Απ' το 17ο μέτρο μπαίνουν τα λόγια του κομματιού. Η μαντόλα έχει παύση, ενώ τα άλλα δύο σολιστικά όργανα ακολουθούν τη φωνή, κάτι σύνηθες στα τραγούδια του Κωνσταντινουπολίτη τραγουδοποιού. Στο 25ο μέτρο γίνεται μια μετατροπία μέσω του δεύτερου τετραχόρδου της κλίμακας, πηγαίνοντας στο δρόμο του σεγκιάχ. Αυτό συμβαίνει μέχρι το 39ο μέτρο, όπου η μελωδία επιστρέφει στο λα νιαβέντ, μέσω μιας ρε# ντιμινουίτας. Χαρακτηριστική, στο σημείο αυτό, είναι η ανάλυση της ντιμινουίτας και στη συνέχεια το αρπέζ στην τονική, από τη μαντόλα. Μέχρι το 46ο μέτρο, το κομμάτι επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές. Αφού ολοκληρωθεί και η τρίτη στροφή, ακολουθεί ένα ορχηστρικό μέρος σε γρήγορο ρυθμό δύο τετάρτων (2/4). Εκτός των δύο πρώτων μέτρων που υπάρχει η συγχορδία της λα ματζόρε, το οργανικό κομμάτι αρχίζει και τελειώνει στο δρόμο του νικρίζ.
Συνοδευτικά, η κιθάρα συνοδεύει τη μελωδία με τη χρήση κάθετων συγχορδιών και σε πολλά σημεία ενισχύει τη μελωδία παίζοντας ταυτοφωνία ολόκληρες φράσεις, σε χαμηλότερη οκτάβα (π.χ. 3ο-6ο μέτρο). Αρκετές φορές, ο Σκαρβέλης κάνει χρήση της δεύτερης αναστροφής στην πέμπτη βαθμίδα, δημιουργώντας συχνά το σι-μι-λα στα μπάσα της κιθάρας. Επίσης, πολλές φορές, κι ενώ έχει την επιλογή της χαμηλής μι σαν ανοιχτή τελευταία χορδή, προτιμάει να παίζει τη μι στο δεύτερο τάστο της τρίτης χορδής της κιθάρας".
Tags: 1930s, Recordings in Athens, Rebetiko, Chasapiko, Columbia (GR)
© 2019 KOUNADIS ARCHIVE