Part of the content is temporarily available only in Greek
Προέρχεται από την κινηματογραφική ταινία "Προσφυγοπούλα" σε παραγωγή, σκηνοθεσία και σενάριο Togo Mizrahi, διασκευή σεναρίου Δημήτρη Μπόγρη, με πρωταγωνιστές τη Σοφία Βέμπο και τον Μάνο Φιλιππίδη.
Για την ίδια ταινία η Σοφία Βέμπο ηχογράφησε το τραγούδι "Ο Γιάννος κι η Παγώνα". Παρών στην ηχοληψία του ήταν και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σιατόπουλος, ο οποίος περιγράφει στο άρθρο "Πως η νοσταλγία γίνεται... 'κονσέρβα'" (εφ. "Τα παρασκήνια" (Έτος Α', αρ. φ. 22, Σάββατο 8.10.1938, σελ. 7): «Αν όμως η τυπογραφία κι ο ατμός δημιούργησαν επανάστασι στην εξέλιξι του παγκοσμίου πολιτισμού (ευκολώτατη η μετάδοσι της γνώσεως, καταπληκτική η συντόμευσι των αποστάσεων) δεν θα βρεθή ούτε ένας να μου αρνηθή ότι ο κινηματογράφος και το γραμμόφωνο δεν επέφεραν σπουδαίες μεταβολές στο συναίσθημα του συγχρόνου ανθρώπου. Η βιομηχανοποιημένη αυτή τέχνη με τη μορφή του κονσερβαρισμένου θεατρικού κατασκευάσματος (ο κινηματογράφος δεν υπήρξε ποτέ θέατρο) κι η κονσερβαρισμένη νοσταλγία του φωνογραφικού δίσκου, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν, και, μέρα με την ημέρα, ν' αλλάζουν το καλλιτεχνικό μας συναίσθημα. Το χειροτερεύουν; Το βελτιώνουν; Άγνωστο. Μια φορά το σφυροκοπούν. Και τον τελευταίο καιρό, στην Αθήνα μας τουλάχιστον, έχουμε πραγματικό οργασμό και των δύο αυτών βιομηχανικών ειδών της τέχνης.
Είνε γνωστό πως στην πατρίδα μας δεν κατωρθώσαμε ακόμα, να έχωμε παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών. Προμηθευόμαστε απ’ έξω. Για το φωνογραφικό δίσκο όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Στη χώρα μας λειτουργεί ένα τεράστιο εργοστάσιο. Είνε το φωνοληπτικό στούντιο που βρίσκεται, δεξιά καθώς ανεβαίνουμε, στο δρόμο της Νέας Ιωνίας. Το εργοστάσιο αυτό ανήκει στην «Κολούμπια» το χρησιμοποιούν όμως κι όλες οι άλλες Εταιρίες. Οι φωνοληψίες γίνονται εναλλάξ. Δεν υπάρχει ωρισμένος χρόνος για την κάθε μία. Το ζήτημα αυτό το καθορίζει μόνον η κυκλοφορία των δίσκων.
Τι πυρετός εργασίας!
Σε κάθε φωνοληψία μπαίνει σε κίνησι ένα πλήθος ολόκληρο από στιχουργούς, από συνθέτες, από μουσικούς, από εκτελεστάς και τέλος από τεχνίτες πάσης φύσεως.
Προχτές αποφασίσαμε για χάρι των αναγνωστών μας να παρακολουθήσωμε τον οργασμό αυτόν από πολύ κοντά. Θα δώσουμε σήμερα μια εικόνα. Ας διηγηθούμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ώρα οχτώ πρωί.
Η μεγάλη αίθουσα της φωνοληψίας δέχεται και τους πιο αργοπορημένος καλλιτέχνες. Οι τοίχοι αν και σκεπασμένοι από ειδικό ύφασμα για να αποφεύγεται η αντήχησι δεν καταφέρνουν να πνίξουν τον θόρυβο.
Στη μέση της αιθούσης βρίσκεται το μικρόφωνο. Λίγο αριστερά το πιάνο και λίγο δεξιά υπάρχει μια σειρά από στιλπνούς σωλήνες διαφόρων μηκών. Η δουλειά τους είνε να παράγουν τον ιδιόρυθμο ήχο της καμπάνας.
Εν τω μεταξύ στο βάθος της αιθούσης οι διάφοροι «ντιζέρ», «ντιζέζ» που κατέφθασαν, έχουν στήσει σπουδαία συζήτησι. Καλλιτεχνική, ε; Κάθε άλλο. Απασχολούν κι αυτούς όπως κι όλους τους άλλους κοινούς θνητούς, τα διεθνή γεγονότα.
Ο Βισβάρδης αναπτύσσει στην Μένδρη το ζήτημα των μειονοτήτων, ενώ η Βέμπο διαβάζει δυνατά το τηλεγράφημα του Ρούσβελτ σε κάποιο διπλανό της μουσικοσυνθέτη.
Βέβαια στο στούντιο δεν ήρθαν μονάχα οι «φτασμένοι» καλλιτέχνες. Υπάρχουν και οι δειλές ελπίδες που για πρώτη φορά θ’ ακούσουν τη φωνούλα τους αλλοιωμένη απ’ το μικρόφωνο. Πόση διαφορά ύφους όμως... Η συστολή καθισμένη στην ίδια κοινή καρέκλα με την έπαρσι. Και τι συστολή; Αν στο στρατό ύπαρχη μια ιεραρχία που την επιβάλλουν κάποιοι κανονισμοί, εδώ χωρίς να υπάρχουν κανονισμοί η ιεραρχία είνε ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Η δόξα, βλέπετε, στο περιβάλλον αυτό μετριέται μόνο σε δίσκους...
Έχεις βγάλει πολλούς δίσκους; Είσαι σπουδαίο πρόσωπο. Δεν έχεις; Μόλις και μετά βίας θ’ ακούσης ένα ψυχρό "χαίρεται". Κι αν σου χαμογελάση κανείς ή θάκαμε λάθος (θα σε πήρε γι’ άλλον) ή σίγουρα θα χαμογέλασε στο διπλανό σου...
Η ώρα είνε δέκα. Τώρα οι εκτελεσταί είνε τοποθετημένοι μπρος στο μικρόφωνο και προβάρουν, το πρώτο τραγούδι.
Ένα κόκκινο φως στηριyμένο απάνω απ’ την πόρτα της εισόδου επιβάλλει νεκρική ησυχία μέσα στο στούντιο. Η Βέμπο πλησιάζει στο μικρόφωνο. Ένα σύντομο κουδούνισμα ειδοποιεί ότι στο διπλανό δωμάτιο, που βρίσκεται η φωνοληπτική συσκευή, είνε όλα έτοιμα. Ο μαέστρος κατεβάζει το χέρι. Η ορχήστρα παίζει τον εισαγωγή. Η Σοφία πλησιάζει περισσότερο.
"Κάτω στον κάμπο, κάτω στην Ελασσώνα...
Ποτίζει ο Γιάννος μαζί με την Παγώνα...
Ένα νέο παρατεταμένο κουδούνισμα διακόπτει τα πάντα. Το κόκκινο φως ξανασβύνει. Η λήψις κατεστράφη. Κάποιος έκαμε "φάλτσο". Συζήτησι, υποδείξεις, νέο τοποθέτημα μπρος στο μικρόφωνο και πάλι τα ίδια.
"Κάτω στον κάμπο, κάτω στην Ελασσώνα..."
Τώρα το τραγούδι είχε περισσότερη τύχη. Εκτυπώθηκε χωρίς καμμιά διακοπή.
Μπαίνουμε μέσα στο δωμάτιο της λήψεως. Στον τοίχο είνε τοποθετημένη μια πολύπλοκη συσκευή που καταλήγει σε μια βελόνα. Η βελόνα εγγίζει το πρόπλασμα του δίσκου που είνε κατασκευασμένο από καθαρή παραφίνη. Αυτό είνε το «κερί», όπως το λένε.
Σε λίγο ο μηχανικός δίνει πάλι το σύνθημα και πάλι ακούμε την φωνή της Βέμπο. Από μεγαφώνου τώρα. Λέει το ίδιο τραγούδι. Το πρόπλασμα γυρίζει. Η βελόνα χαράζει υπομονητικά τη μουσική και τα λόγια. Για κάθε τραγούδι λαμβάνονται δυο προπλάσματα άρτια, και ύστερα γίνεται η επιλογή του καλυτέρου.
(Το πρόπλασμα αυτό πρόκειται σε λίγες ώρες να περάση από μια ειδική χημική ουσία, η οποία θα το καταστήση αναλλοίωτο. Από κει θα περάση σε μια πολύπλοκη μηχανή για να εκτυπωθή απάνω σ’ αυτό η χάλκινη αρνητική μήτρα. Αυτή η μήτρα είνε —ας πούμε— η τυπογραφική πλάκα. Όταν η Εταιρία θα αποφασίση να εκδώση το τραγούδι η αρνητική μήτρα θα εφαρμοσθή σε ειδική "πρέσσα" με τη βοήθεια της οποίας θα εκτύπωση απάνω στη μια επιφάνεια των γνωστών μας δίσκων τις θαυματουργές γραμμές).
Τώρα το κουδούνι ειδοποιεί πως όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν. Το στούντιο βουίζει. Ανάβουν τσιγάρα, ξαναρχίζουν μισοτελειωμένες συζητήσεις και τα καλαμπούρια δίνουν και παίρνουν. Νοιώθουν όλοι μια ικανοποίησι απ’ την επιτυχία της λήψεως».
Επανέκδοση από τον δίσκο Columbia (Ελλάδος) DG-6423.
Προέρχεται από την κινηματογραφική ταινία "Προσφυγοπούλα" σε παραγωγή, σκηνοθεσία και σενάριο Togo Mizrahi, διασκευή σεναρίου Δημήτρη Μπόγρη, με πρωταγωνιστές τη Σοφία Βέμπο και τον Μάνο Φιλιππίδη.
Για την ίδια ταινία η Σοφία Βέμπο ηχογράφησε το τραγούδι "Ο Γιάννος κι η Παγώνα". Παρών στην ηχοληψία του ήταν και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σιατόπουλος, ο οποίος περιγράφει στο άρθρο "Πως η νοσταλγία γίνεται... 'κονσέρβα'" (εφ. "Τα παρασκήνια" (Έτος Α', αρ. φ. 22, Σάββατο 8.10.1938, σελ. 7): «Αν όμως η τυπογραφία κι ο ατμός δημιούργησαν επανάστασι στην εξέλιξι του παγκοσμίου πολιτισμού (ευκολώτατη η μετάδοσι της γνώσεως, καταπληκτική η συντόμευσι των αποστάσεων) δεν θα βρεθή ούτε ένας να μου αρνηθή ότι ο κινηματογράφος και το γραμμόφωνο δεν επέφεραν σπουδαίες μεταβολές στο συναίσθημα του συγχρόνου ανθρώπου. Η βιομηχανοποιημένη αυτή τέχνη με τη μορφή του κονσερβαρισμένου θεατρικού κατασκευάσματος (ο κινηματογράφος δεν υπήρξε ποτέ θέατρο) κι η κονσερβαρισμένη νοσταλγία του φωνογραφικού δίσκου, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν, και, μέρα με την ημέρα, ν' αλλάζουν το καλλιτεχνικό μας συναίσθημα. Το χειροτερεύουν; Το βελτιώνουν; Άγνωστο. Μια φορά το σφυροκοπούν. Και τον τελευταίο καιρό, στην Αθήνα μας τουλάχιστον, έχουμε πραγματικό οργασμό και των δύο αυτών βιομηχανικών ειδών της τέχνης.
Είνε γνωστό πως στην πατρίδα μας δεν κατωρθώσαμε ακόμα, να έχωμε παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών. Προμηθευόμαστε απ’ έξω. Για το φωνογραφικό δίσκο όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Στη χώρα μας λειτουργεί ένα τεράστιο εργοστάσιο. Είνε το φωνοληπτικό στούντιο που βρίσκεται, δεξιά καθώς ανεβαίνουμε, στο δρόμο της Νέας Ιωνίας. Το εργοστάσιο αυτό ανήκει στην «Κολούμπια» το χρησιμοποιούν όμως κι όλες οι άλλες Εταιρίες. Οι φωνοληψίες γίνονται εναλλάξ. Δεν υπάρχει ωρισμένος χρόνος για την κάθε μία. Το ζήτημα αυτό το καθορίζει μόνον η κυκλοφορία των δίσκων.
Τι πυρετός εργασίας!
Σε κάθε φωνοληψία μπαίνει σε κίνησι ένα πλήθος ολόκληρο από στιχουργούς, από συνθέτες, από μουσικούς, από εκτελεστάς και τέλος από τεχνίτες πάσης φύσεως.
Προχτές αποφασίσαμε για χάρι των αναγνωστών μας να παρακολουθήσωμε τον οργασμό αυτόν από πολύ κοντά. Θα δώσουμε σήμερα μια εικόνα. Ας διηγηθούμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ώρα οχτώ πρωί.
Η μεγάλη αίθουσα της φωνοληψίας δέχεται και τους πιο αργοπορημένος καλλιτέχνες. Οι τοίχοι αν και σκεπασμένοι από ειδικό ύφασμα για να αποφεύγεται η αντήχησι δεν καταφέρνουν να πνίξουν τον θόρυβο.
Στη μέση της αιθούσης βρίσκεται το μικρόφωνο. Λίγο αριστερά το πιάνο και λίγο δεξιά υπάρχει μια σειρά από στιλπνούς σωλήνες διαφόρων μηκών. Η δουλειά τους είνε να παράγουν τον ιδιόρυθμο ήχο της καμπάνας.
Εν τω μεταξύ στο βάθος της αιθούσης οι διάφοροι «ντιζέρ», «ντιζέζ» που κατέφθασαν, έχουν στήσει σπουδαία συζήτησι. Καλλιτεχνική, ε; Κάθε άλλο. Απασχολούν κι αυτούς όπως κι όλους τους άλλους κοινούς θνητούς, τα διεθνή γεγονότα.
Ο Βισβάρδης αναπτύσσει στην Μένδρη το ζήτημα των μειονοτήτων, ενώ η Βέμπο διαβάζει δυνατά το τηλεγράφημα του Ρούσβελτ σε κάποιο διπλανό της μουσικοσυνθέτη.
Βέβαια στο στούντιο δεν ήρθαν μονάχα οι «φτασμένοι» καλλιτέχνες. Υπάρχουν και οι δειλές ελπίδες που για πρώτη φορά θ’ ακούσουν τη φωνούλα τους αλλοιωμένη απ’ το μικρόφωνο. Πόση διαφορά ύφους όμως... Η συστολή καθισμένη στην ίδια κοινή καρέκλα με την έπαρσι. Και τι συστολή; Αν στο στρατό ύπαρχη μια ιεραρχία που την επιβάλλουν κάποιοι κανονισμοί, εδώ χωρίς να υπάρχουν κανονισμοί η ιεραρχία είνε ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Η δόξα, βλέπετε, στο περιβάλλον αυτό μετριέται μόνο σε δίσκους...
Έχεις βγάλει πολλούς δίσκους; Είσαι σπουδαίο πρόσωπο. Δεν έχεις; Μόλις και μετά βίας θ’ ακούσης ένα ψυχρό "χαίρεται". Κι αν σου χαμογελάση κανείς ή θάκαμε λάθος (θα σε πήρε γι’ άλλον) ή σίγουρα θα χαμογέλασε στο διπλανό σου...
Η ώρα είνε δέκα. Τώρα οι εκτελεσταί είνε τοποθετημένοι μπρος στο μικρόφωνο και προβάρουν, το πρώτο τραγούδι.
Ένα κόκκινο φως στηριyμένο απάνω απ’ την πόρτα της εισόδου επιβάλλει νεκρική ησυχία μέσα στο στούντιο. Η Βέμπο πλησιάζει στο μικρόφωνο. Ένα σύντομο κουδούνισμα ειδοποιεί ότι στο διπλανό δωμάτιο, που βρίσκεται η φωνοληπτική συσκευή, είνε όλα έτοιμα. Ο μαέστρος κατεβάζει το χέρι. Η ορχήστρα παίζει τον εισαγωγή. Η Σοφία πλησιάζει περισσότερο.
"Κάτω στον κάμπο, κάτω στην Ελασσώνα...
Ποτίζει ο Γιάννος μαζί με την Παγώνα...
Ένα νέο παρατεταμένο κουδούνισμα διακόπτει τα πάντα. Το κόκκινο φως ξανασβύνει. Η λήψις κατεστράφη. Κάποιος έκαμε "φάλτσο". Συζήτησι, υποδείξεις, νέο τοποθέτημα μπρος στο μικρόφωνο και πάλι τα ίδια.
"Κάτω στον κάμπο, κάτω στην Ελασσώνα..."
Τώρα το τραγούδι είχε περισσότερη τύχη. Εκτυπώθηκε χωρίς καμμιά διακοπή.
Μπαίνουμε μέσα στο δωμάτιο της λήψεως. Στον τοίχο είνε τοποθετημένη μια πολύπλοκη συσκευή που καταλήγει σε μια βελόνα. Η βελόνα εγγίζει το πρόπλασμα του δίσκου που είνε κατασκευασμένο από καθαρή παραφίνη. Αυτό είνε το «κερί», όπως το λένε.
Σε λίγο ο μηχανικός δίνει πάλι το σύνθημα και πάλι ακούμε την φωνή της Βέμπο. Από μεγαφώνου τώρα. Λέει το ίδιο τραγούδι. Το πρόπλασμα γυρίζει. Η βελόνα χαράζει υπομονητικά τη μουσική και τα λόγια. Για κάθε τραγούδι λαμβάνονται δυο προπλάσματα άρτια, και ύστερα γίνεται η επιλογή του καλυτέρου.
(Το πρόπλασμα αυτό πρόκειται σε λίγες ώρες να περάση από μια ειδική χημική ουσία, η οποία θα το καταστήση αναλλοίωτο. Από κει θα περάση σε μια πολύπλοκη μηχανή για να εκτυπωθή απάνω σ’ αυτό η χάλκινη αρνητική μήτρα. Αυτή η μήτρα είνε —ας πούμε— η τυπογραφική πλάκα. Όταν η Εταιρία θα αποφασίση να εκδώση το τραγούδι η αρνητική μήτρα θα εφαρμοσθή σε ειδική "πρέσσα" με τη βοήθεια της οποίας θα εκτύπωση απάνω στη μια επιφάνεια των γνωστών μας δίσκων τις θαυματουργές γραμμές).
Τώρα το κουδούνι ειδοποιεί πως όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν. Το στούντιο βουίζει. Ανάβουν τσιγάρα, ξαναρχίζουν μισοτελειωμένες συζητήσεις και τα καλαμπούρια δίνουν και παίρνουν. Νοιώθουν όλοι μια ικανοποίησι απ’ την επιτυχία της λήψεως».
Επανέκδοση από τον δίσκο Columbia (Ελλάδος) DG-6423.
© 2019 KOUNADIS ARCHIVE